Saul Newman Πόλεμος στο κράτος: Ο αναρχισμός του Στίρνερ και του Ντελέζ

Αναδημοσίευση από Rebelnet

Συχνά η επιρροή του Μαξ Στίρνερ στη σύγχρονη πολιτική θεωρία παραβλέπεται. Ωστόσο, στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ μπορεί να βρεθεί μια εκπληκτική σύγκλιση με τη μεταδομιστική θεωρία, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εξουσίας. Ο Andrew Koch, για παράδειγμα, βλέπει τον Στίρνερ ως στοχαστή που ξεπερνά τη χεγκελιανή παράδοση, στην οποία τοποθετείται συνήθως, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είναι ένας προάγγελος των μεταδομιστικών ιδεών για τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας (Koch, 1997). Ο Koch υποστηρίζει ότι η ατομικιστική πρόκληση του Στίρνερ στις φιλοσοφικές βάσεις του κράτους πηγαίνει πέρα από τα όρια της παραδοσιακής δυτικής φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας μια πρόκληση για την μεταφυσική της επιστημολογίας. Από το πρίσμα αυτό μεταξύ Στίρνερ και μεταδομιστικής επιστημολογίας, που τέθηκε από τον Koch, θα εξετάσω τη σύγκλιση του Στίρνερ με ένα συγκεκριμένο μεταδομιστή στοχαστή, τον Ζιλ Ντελέζ, όσον αφορά το θέμα της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί παραλληλισμοί μεταξύ αυτών στοχαστών, και οι δύο μπορούν να παρουσιαστούν, με διαφορετικούς τρόπους, ως αντι-κρατιστές, αντιεξουσιαστές φιλόσοφοι. Θέλω να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η κριτική του Στίρνερ στο Κράτος προεξοφλεί τη μεταδομιστική απόρριψη από τον Ντελέζ της σκέψης του κράτους, και το πιο σημαντικό, τους τρόπους με τους οποίους ο αντι-ουσιοκρατικός, μετά-ανθρωπιστικός αναρχισμός των δύο στοχαστών υπερβαίνει και, επομένως, αντικατοπτρίζει, τα όρια του κλασικού αναρχισμού. Το κείμενο εξετάζει τoυς δεσμούς μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας, της επιθυμίας και της εξουσίας που διαμορφώνουν τις βάσεις της κρατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ Κοχ εστιάζει στην απόρριψη του Στίρνερ των επιστημολογικών θεμέλιων του Κράτους, η έμφαση του κειμένου είναι στη ριζοσπαστική οντολογία του Στίρνερ- το ξεσκέπασμα των λεπτών συνδέσεων μεταξύ ανθρωπισμού, επιθυμίας και εξουσίας. Θα ήθελα επίσης να υποστηρίξω ότι αυτή η κριτική της ανθρωπιστικής εξουσίας, με την οποία τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ ασχολούνται μπορεί να μας παρέχουν σύγχρονες στρατηγικές για την αντίσταση στην κυριαρχία του κράτους.

Πρέπει να γίνει κατανοητό, ωστόσο, ότι ενώ υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του Στίρνερ και του Ντελέζ, υπάρχουν επίσης πολλές διαφορές, και, για πολλούς λόγους, μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η προσέγγιση να φέρουμε κοντά τους δύο στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Στίρνερ ήταν, μαζί με τον Μαρξ, ένας από τους νεαρούς Χεγκελιανούς, των οποίων το έργο αναδείχθηκε ως μία εξαιρετικά ατομιστική κριτική του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ. Ο Ντελέζ, από την άλλη πλευρά, ήταν ένας φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο οποίος, μαζί με τον Φουκώ και τον Ντεριντά, θεωρείται ως ένα από τους κύριους “μεταδομιστές” στοχαστές. Ενώ το έργο του Ντελέζ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια επίθεση στο χεγκελιανισμό, ακολουθεί διαφορετικά και πιο ποικίλα μονοπάτια, από την πολιτική και την ψυχανάλυση, ως τη λογοτεχνία και τη θεωρία του κινηματογράφου. Ο Στίρνερ δεν θεωρείται γενικά ως “μεταδομιστής”, και, εκτός από το πρωτοποριακό άρθρο του Koch (Koch 1997) και το έργο του Ντεριντά για τον Μαρξ (Ντεριντά 1994), δεν έχει λάβει ουσιαστικά καμία προσοχή, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας. Ωστόσο, και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα με ετικέτες όπως ο “μεταδομισμός”, υπάρχουν πολλά κρίσιμα επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των δύο αυτών φιλοσόφων – ιδιαίτερα στην κριτική της πολιτικής κυριαρχίας και της εξουσίας – στα οποία μπορεί κάποιος να δώσει έμφαση, και η οποία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν κάποιος κολλήσει σε αυτές τις ετικέτες. Είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη της τυραννίας των «ετικετών», των ουσιοκρατικών ταυτοτήτων, των αφαιρέσεων και των «συμπαγών ιδεών» – αυτή η επίθεση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις που περιορίζουν τη σκέψη – στις οποίες ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πέτυχαν κάποιο κοινό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει να αγνοήσουμε τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά αντίθετα, να δείξουμε πώς αυτές οι διαφορές συντονίζονται μαζί σε απρόβλεπτους και ενδεχόμενους τρόπους για να σχηματίσουν, με τα λόγια του Ντελέζ, “επίπεδα συνοχής” από τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν νέες πολιτικές έννοιες.

Κριτική του Κράτους
Τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ βλέπουν το Κράτος ως μια αφαίρεση που υπερβαίνει τις διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή λειτουργεί μέσω αυτών. Το Κράτος είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκεκριμένο θεσμό που υπάρχει σε ένα συγκεκριμένη ιστορική στάδιο. Το Κράτος είναι μία αφηρημένη αρχή της εξουσίας [ως δύναμης/power] και της εξουσίας [ως αρχής/authority] που έχει πάντα υπάρξει με διάφορες μορφές, κι ακόμα είναι “κάτι περισσότερο” από αυτές τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις (actualisations). Η κριτική του Στίρνερ του Κράτους αποδεικνύει αυτό το κρίσιμο σημείο. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι ουσιαστικά ένας θεσμός καταπίεσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Στίρνερ του Κράτος πηγαίνει πέρα από μια κριτική των συγκεκριμένων κρατών – όπως το φιλελεύθερο κράτος ή το σοσιαλιστικό κράτος. Αντίθετα μάλλον, αποτελεί μια επίθεση στο Κράτος καθεαυτό- την ίδια την κατηγορία της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο στις διάφορες μορφές που παίρνει. Αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, είναι η ίδια η ιδέα της κρατικής εξουσίας η ίδια – η αρχή της διακυβέρνησης (ruling principle) (Στίρνερ 1993:226). O Στίρνερ ως εκ τούτου είναι σε αντίθεση με επαναστατικά προγράμματα όπως ο μαρξισμός, τα οποία έχουν ως στόχο τους την κατάκτηση, παρά την καταστροφή, της Κρατικής εξουσίας. Το Κράτος των εργαζομένων του Μαρξ θα είναι απλώς μια επαναβεβαίωση του κράτους με διαφορετική μορφή -. μια “αλλαγή των κυρίων” (Στίρνερ 1993:229) Ο Στίρνερ προτείνει στη συνέχεια ότι:

. . . ο πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να κυρηχθεί κατά του ίδιου του θεσμού, του Κράτους, όχι ενός συγκεκριμένου κράτους, όχι σε μία οποιοδήποτε απλή κατάσταση του κράτους σε μία στιγμή· δεν υπάρχει ένα άλλο Κράτος (όπως ένα “Κράτος του λαού”), που οι άνδρες έχουν ως στόχο . . . (Στίρνερ 1993:224)

Η επαναστατική δράση έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, από το παράδειγμα του Κράτους. Έχει παραμείνει παγιδευμένη μέσα στη διαλεκτική της εξουσίας. Οι επαναστάσεις έχουν μόνο καταφέρει να αντικαταστήσουν μια μορφή εξουσίας με μία άλλη. Αυτό συμβαίνει επειδή η επαναστατική θεωρία δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει την ίδια τη συνθήκη, την ιδέα, της Κρατικής εξουσίας, και ως εκ τούτου παραμένει στο χέρι του: “κανένας ενδοιασμός δεν έμεινε για την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον Κράτος ή την ανατροπή των υπάρχοντων νόμων, αλλά το να αμαρτήσει κάποιος ενάντια στην ιδέα του Κράτους, να μην υποταχθεί στην ιδέα του δικαίου, ποιος θα το τολμούσε αυτό;” (Στίρνερ 1993:87). Το Kράτος δεν μπορεί ποτέ να μεταρρυθμιστεί, διότι δε μπορεί να ποτέ να είναι έμπιστο. Ο Στίρνερ απορρίπτει την έννοια ενός δημοκρατικού Κράτους του Μπρούνο Μπάουερ, το οποίο αναπτύσσεται από τη “δύναμη του λαού” και το οποίο είναι πάντα υποταγμένο στη “Θέληση του λαού”. Για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί ποτέ να τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού. Έχει πάντα τη δική του λογική, τη δική του ατζέντα την οποία πληροί ανελέητα, και που σύντομα στρέφεται ενάντια στη θέληση του λαού που επρόκειτο να εκπροσωπήσει (Στίρνερ 1993:228).

Η σύλληψη του Στίρνερ του Κράτους ως ανεξάρτητης οντότητας τον φέρνει σε σύγκρουση με το μαρξισμό, ιδίως στη θεώρηση του κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία. Ο Στίρνερ ενδιαφέρεται για τις μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας στην κοινωνία και πιστεύει ότι το Κράτος, αν είναι να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί χωριστά από τις οικονομικές ρυθμίσεις. Η δύναμη της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, συνιστά μια μη-οικονομική μορφή καταπίεσης: η λειτουργία της οποίας δεν μπορεί να αναχθεί στις εργασίες της οικονομίας (Harrison 1983:62). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η οποία γενικά ανάγει το κράτος στις εργασίες της καπιταλιστικής οικονομίας και το υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Στίρνερ προτείνει ότι ενώ το Κράτος προστατεύει την ιδιωτική περιουσία και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, βρίσκεται επίσης από πάνω και κυριαρχεί σε αυτές τις δυνάμεις (Στίρνερ 1993:115). Για τον Στίρνερ η πολιτική εξουσία που κατοχυρώνεται ευλαβικά στο Κράτος έχει υπεροχή έναντι της οικονομικής εξουσίας και των συναφών ταξικών συμφερόντων. Το Κράτος είναι η πρωταρχική πηγή κυριαρχίας στην κοινωνία.

Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους – η προσπάθεια να αναλυθεί η κρατική εξουσία στη δική της ιδιαιτερότητα – μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αναρχικού επιχειρήματος. Αναρχικοί όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πέτρος Κροπότκιν ισχυρίστηκαν πολύ πιο πριν από έναν αιώνα, ότι ο μαρξιστικός οικονομικός αναγωγισμός παραμέλησε τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Το Κράτος, σύμφωνα με τους αναρχικούς, έχει τη δική του καταπιεστική λογική της αυτο-διαιώνισης και αυτό το έκανε, σε μεγάλο βαθμό, αυτόνομο από τις οικονομικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα. Ο Μπακούνιν υποστήριξε ότι ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις μορφές της κρατικής εξουσίας, ενώ δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον τον τρόπο με τον οποίο η Κρατική εξουσία λειτουργεί: “Αυτοί (οι μαρξιστές), δεν γνωρίζουν ότι ο δεσποτισμός δεν έγκειται τόσο πολύ στη τη μορφή του Κράτους, αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής του εξουσίας” (Μπακούνιν 1984:221). Ο Κροπότκιν, επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς να κοιτάξει πέρα από την παρούσα μορφή του κράτους: “Και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι, όπως εμείς, βλέπουν στο Κράτος, όχι μόνο στην ενεργή του μορφή και σε όλες τις μορφές της κυριαρχίας που ενδέχεται να αναλάβει, αλλά στην ίδια του την ουσία, ένα εμπόδιο για την κοινωνική επανάσταση. . .” (Κροπότκιν 1943:9). Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχουν, με άλλα λόγια, στην ίδια τη δομή και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλώς ένα παράγωγο της ταξικής εξουσίας. Η παραμέληση αυτής της αυτονομίας και η χρησιμοποίηση του κράτους ως εργαλείου της επαναστατικής τάξης, όπως προτείνουν οι μαρξιστές, είναι επομένως επικίνδυνη. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι έτσι θα καταλήξουν μόνο στη διαιώνιση της κρατικής εξουσίας σε άπειρα πιο αυταρχικούς τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Στίρνερ του κράτους πέραν του κράτους, όπως θεσμίζεται ως a priori κυριαρχία πέρα από τα οικονομικά και ταξικά συμφέροντα, μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της αναρχικής κριτικής των φιλοσοφιών του κράτους όπως ο Μαρξισμός.

Ο Ντελέζ επίσης τονίζει την εννοιολογική αυτονομία του Κράτους. Ενώ η έννοια του Kράτους στον Ντελέζ λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, παρ’ όλα αυτά μοιράζεται με τον Στίρνερ και τους αναρχικούς την ιδέα ότι το Κράτος είναι μια αφηρημένη μορφή της εξουσίας, που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Ο Ντελέζ αναφέρεται σε ένα “Κράτος-μορφή” – ένα αφηρημένο μοντέλο εξουσίας:

. . . ο μηχανισμός του κράτους είναι μια συγκεκριμένη συναρμογή που πραγματώνει τη μηχανή της υπερκωδικοποίησης μιας κοινωνίας. . . Αυτή η μηχανή με τη σειρά της, δεν είναι επομένως το ίδιο το κράτος, είναι η αφηρημένη μηχανή που οργανώνει τις κυρίαρχες εκφράσεις και την καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, τις κυρίαρχες γλώσσες και τη γνώση, τις κομφορμιστικές δράσεις και τα συναισθήματα, τους τομείς που επικρατούν έναντι των υπολοίπων. (Ντελέζ 1987:129)

Για τον Ντελέζ το Κράτος είναι μία αφηρημένη μηχανή μάλλον και όχι ένας συγκεκριμένος θεσμός, η οποία ουσιαστικά “κυβερνά” μέσω πιο λεπτών θεσμών και πρακτικών κυριαρχίας. Το Κράτος υπερκωδικοποιεί και ρυθμίζει αυτές τις ελάχιστες κυριαρχίες, σφραγίζοντας τες με τη σφραγίδα του. Αυτό που είναι σημαντικό για αυτήν την αφηρημένη μηχανή δεν είναι η μορφή υπό την οποία εμφανίζεται, αλλά μάλλον η λειτουργία της, η οποία είναι η σύσταση ενός τομέα της εσωτερικότητας στην οποία η πολιτική κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί. Το Κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία της σύλληψης (capture) (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:436-437).

Ομοίως με τον Στίρνερ, ο Ντελέζ έρχεται σε ρήξη με τη μαρξιστική ανάλυση του Kράτους. H λειτουργία και η προέλευση του Κράτους δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την οικονομική ανάλυση. Το Kράτος είναι ένας μηχανισμός που κωδικοποιεί τις οικονομικές ροές και τις ροές παραγωγής, οργανώνοντας τη λειτουργία τους. Αυτός ο μηχανισμός δεν αναδύεται ως αποτέλεσμα ενός αγροτικού τρόπου παραγωγής, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερος, και προϋποτίθεται από, αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για τον Ντελέζ και μάλιστα για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο παραγωγής. Στρέφοντας αυτή την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στο κεφάλι της, προτείνουν ότι ο τρόπος παραγωγής μπορεί στην πραγματικότητα να προέρχεται από το Κράτος. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Δεν είναι το κράτος που προϋποθέτει ένα τρόπο παραγωγής· ακριβώς το αντίθετο, είναι το Κράτος που κάνει την παραγωγή ένα “τρόπο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:429). Για τον Ντελέζ υπήρξε πάντα ένα Κράτος – τοUrstaat, ένα αιώνιο κράτος το οποίο σχηματίζεται ως πλήρη ύπαρξη, με ένα χτύπημα (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:437). Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους ανοίγει ένα ριζοσπαστικό φιλοσοφικό έδαφος όπου η εξουσία θεωρείται η ίδια ως είναι.

Ενώ η σύλληψη του Στίρνερ και Ντελέζ του Kράτους ως αυτόνομου από τις οικονομικές ρυθμίσεις έρχεται σε ρήξη με το μαρξισμό, η απόρριψή των θεωριών του κοινωνικού συμβόλαιου για την προέλευση του Κράτους αποτελεί, επίσης, μια απόκλιση από τη φιλελεύθερη θεωρία. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του Κράτους βασίζεται σε φιλοσοφίες όπως η φιλελεύθερη θεωρία του κοινωνικού συμβόλαιου. Αυτή η μορφή θεώρησης του Κράτους νομιμοποιεί την κρατική εξουσία μέσα από τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι παραδίδουν οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας τους, σε μια αφηρημένη δύναμη εκτός αυτών, με αντάλλαγμα την ασφάλεια, κατασκευάζοντας έτσι το Κράτος ως απαραίτητο και αναπόφευκτο. Ο Ντελέζ αποφεύγει επίσης την εγελιανή “θεολογική” θεώρηση του Κράτους που βασίζεται στη διαλεκτική της συμφιλίωσης. Κι ο Στίρνερ απορρίπτει επίσης τις φιλελεύθερες θεωρίες του Κράτους. Ισχυρίζεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία που, στο όνομα της παροχής της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, στην πραγματικότητα υποτάσσει περαιτέρω το άτομο στο κράτος και τους νόμους του. Έτσι, αντί να απελευθερώνει το άτομο από το Κράτος, ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα απελευθερώνει το άτομο από άλλους δεσμούς όπως η θρησκεία, έτσι που αυτός ή αυτή μπορεί να κυριαρχείται πιο αποτελεσματικά από το Κράτος: “Πολιτική ελευθερία σημαίνει ότι η πόλη, το Κράτος, είναι ελεύθερο. Αυτό δεν αφορά την ελευθερία μου, αλλά την ελευθερία της εξουσίας που με κυβερνά και με υποδουλώνει” (Στίρνερ 1993:107). Ο Στίρνερ επιτίθεται στην υποκρισία του φιλελευθερισμού· είναι μια φιλοσοφία που παρέχει όλα τα είδη των τυπικών ελευθεριών αλλά αρνείται την ελευθερία να αμφισβητήσει αυτή την ίδια την τάξη, τους νόμους της, κ.λ.π. (Στίρνερ 1993:108). Αυτή η αποκήρυξη των φιλελεύθερων θεωριών του Κράτους και του κοινωνικού συμβολαίου έχει πολλές ομοιότητες με τον αναρχισμό, που επίσης απορρίπτει αυτές τις φιλοσοφίες αιτιολόγησης του κράτους. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω, είναι ακριβώς σε αυτή την κριτική της φιλοσοφίας του κράτους που ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πάνε πέρα από τα εννοιολογικά όρια του παραδοσιακού αναρχισμού και αναπτύσσουν μια μετά-ανθρωπιστική, αντι-ουσιοκρατική πρόκληση του Κράτους.

Η σκέψη του Κράτους

Για τον Στίρνερ, λόγοι όπως η ηθική και η ορθολογικότητα είναι έμμονες ιδέες ήφαντάσματα. Είναι φαντάσματα, ιδεολογικές αφαιρέσεις που παρόλα αυτά έχουν πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα – παρέχουν στο κράτος την τυπική δικαιολογία για την κυριαρχία του. Ο Κοch υποστηρίζει ότι η επίθεση του Στίρνερ στις έμμονες ιδέες αντιπροσωπεύει μία αποφασιστική ρήξη με τη μεταφυσική της δυτικής σκέψης, εκθέτοντας τη δύναμη πίσω από αυτές τις κυρίαρχες ιδέες και τις “υπερβατικές μάσκες” (Κοch 1997:101). Αυτή η δύναμη έχει αντληθεί από το άτομο και κρατιέται από πάνω του. Η κυριαρχία της ηθικής, για παράδειγμα, συνδέεται στενά με την πολιτική εξουσία, διατηρώντας τη συνεχόμενη ύπαρξη του κράτους της αστυνομίας (Στίρνερ 1993:241). Για τον Στίρνερ η ηθική δεν είναι μόνο μία μυθοπλασία που προέρχενται από το χριστιανικό ιδεαλισμό, αλλά επίσης ένας λόγος που καταπιέζει το άτομο. Βασίζεται στη βεβήλωση της ατομικής βούλησης – του Εγώ. Η Ηθική είναι απλώς το περίσσευμα του Χριστιανισμού, μόνο με μια νέα ανθρωπιστική ενδυμασία: “Η ηθική πίστη είναι εξίσου φανατική με τη θρησκευτική πίστη!” (Στίρνερ 1993:46). Η ηθική έχει γίνει η νέα θρησκεία – μια κοσμική θρησκεία – απαιτώντας την ίδια τυφλή υπακοή. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι η νέα Εκκλησία – η νέα ηθική και ορθολογική αρχή που ασκείται πάνω στο άτομο (Στίρνερ 1993:23). Ομοίως η ορθολογικότητα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας λόγος που διαιωνίζει την κρατική εξουσία. Οι ορθολογικές αλήθειες πάντα κατέχονται πάνω από τις ατομικές προοπτικές και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής του ατομικού Εγώ σε μια αφηρημένη δύναμη πάνω από αυτόν ή αυτήν. Όπως με την ηθική, η ορθολογική αλήθεια έχει γίνει ιερή, απόλυτη, και αφαιρέθηκε από το άτομο (Στίρνερ 1993:353). Έτσι για το Στίρνερ, η ηθική και η ορθολογικότητα είναι λόγοι του Κράτους, και η λειτουργία τους, αντί να μας απελευθερώνει από την κυριαρχία, χρησιμεύει στο να προωθήσει παραπέρα την υποταγή του ατόμου στην εξουσία του Κράτους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Στίρνερ, προκειμένου κάποιος να διεξάγει πόλεμο με το κράτος πρέπει να διεξάγει, επίσης, και πόλεμο,, στις αρχές που παρέχουν στην πολιτική εξουσία μια ηθική και ορθολογική βάση.

Ο Ντελέζ επίσης ξεσκεπάζει τις μορφές και τις δομές σκέψης που επιβεβαιώνουν την Κρατική εξουσία. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ θεωρεί ότι η σκέψη είναι συνένοχη στην κυριαρχία του Κράτους, παρέχοντας του ένα νόμιμο έδαφος και συναίνεση: “Μόνο η σκέψη είναι σε θέση να επινοήσει τη φαντασία του Κράτους που είναι καθολική λόγω δικαίου, η ανύψωση του Κράτους σε μία de jure οικουμενικότητα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:375). Η ορθολογικότητα είναι ένα παράδειγμα της σκέψης του Κράτους. Ο Ντελέζ πάει ένα βήμα παραπέρα από τον Στίρνερ: αντί να βλέπει ορισμένες μορφές σκέψης να δανείζουν απλά ορθολογική και ηθική εξουσία στο Κράτος, υποστηρίζει ότι ο ορθολογικός και ηθικός λόγος στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Το Κράτος δεν είναι μόνο μια σειρά από πολιτικούς θεσμούς, και πρακτικές, αλλά περιλαμβάνει επίσης μια πολλαπλότητα κανόνων, τεχνολογιών, λόγων, πρακτικών, μορφών σκέψης, και γλωσσικών δομών. Δεν είναι μόνο ότι αυτοί οι λόγοι που παράσχουν μια δικαιολογία για το Κράτος – είναι οι ίδιοι εκδηλώσεις της κρατικής μορφής στη σκέψη. Το Κράτος είναι εμμενές στη σκέψη, δίνοντας το έδαφος, το λόγο – παρέχοντας του ένα μοντέλο που καθορίζει “το στόχο, τα μονοπάτια, τους αγωγούς, τα κανάλια, τα όργανα. . ..” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:434). Το Κράτος έχει διεισδύσει και κωδικοποιήσει τη σκέψη, ιδίως την ορθολογική σκέψη. Εξαρτάται τόσο από τους ορθολογικούς λόγους για τη νομιμοποίηση και τη λειτουργία του, αλλά και με τη σειρά του καθιστά αυτούς τους λόγους δυνατούς. Η ορθολογική σκέψη είναι η φιλοσοφία του Κράτους: “Η κοινή λογική, η ενότητα όλων των σχολών στο κέντρο της Cogito, είναι η συναίνεση του κράτους εγειρόμενη ως απόλυτη” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:376). Είναι μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από αυτό τον ηθικό και λογικό αυταρχισμό που μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από το Κράτος (Ντελέζ 1987:23).

Για τον Ντελέζ το μοντέλο της σκέψης του Κράτους είναι ότι αποκαλεί δεντρώδης (aborescent) λογική (Ντελέζ 1987:25). Η δεντρώδης λογική είναι ένα εννοιολογικό μοντέλο ή μία “εικόνα” που προκαθορίζει τη σκέψη σε μια ορθολογιστική βάση. Βασίζεται στο σύστημα της ρίζας και του δέντρου: υπάρχει μία κεντρική μονάδα, αλήθεια ή ουσία – όπως η ορθολογικότητα – η οποία είναι η ρίζα, και η οποία καθορίζει την ανάπτυξη των “κλαδιών”. Ο Ντελέζ λέει:

. . . τα δέντρα δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μια εικόνα της σκέψης, μια λειτουργία, ένας ολόκληρος μηχανισμός που φυτεύεται στη σκέψη για να την κάνει να πορευτεί σε μια ευθεία γραμμή και να παράγει διάσημες σωστές ιδέες. Υπάρχουν όλα τα είδη των χαρακτηριστικών στο δέντρο: υπάρχει ένα σημείο προέλευσης, ο σπόρος ή το κέντρο· είναι μια δυαδική μηχανή ή αρχή της διχοτόμησης, η οποία συνεχώς διαιρείται και αναπαράγεται σε διακλαδώσεις, τα σημεία του δεντρώματος της·” (Ντελέζ 1987:25)

Η σκέψη είναι παγιδευμένη σε δυαδικές ταυτότητες όπως μαύρο / άσπρο, αρσενικό / θηλυκό, ετερο / ομοφυλόφιλο. Η σκέψη πρέπει πάντοτε να ξεδιπλώνεται σύμφωνα με μια διαλεκτική λογική και είναι έτσι παγιδευμένα σε δυαδικές διαιρέσεις που αρνούνται τη διαφορά και την πολλαπλότητα (Ντελέζ 1987:128). Για τον Ντελέζ το μοντέλο αυτό της σκέψης είναι επίσης το μοντέλο της πολιτικής εξουσίας – ο αυταρχισμός του ενός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αυταρχισμό της άλλης: “Η εξουσία είναι πάντα ριζωματική/δενδρώδης” (Ντελέζ 1987:25).

Έτσι, αντί αυτού του εξουσιαστικού μοντέλου της σκέψης, ο Ντελέζ προτείνει ένα ριζωματικό (rhizomatic) μοντέλο που αποφεύγει τις ουσίες, τις ενότητες και τη δυαδική λογική, και αναζητά τις πολλαπλότητες, τις πληθυντικότητες και το γίγνεσθαι (becomings). Το ρίζωμα είναι μια εναλλακτική, μη εξουσιαστική “εικόνα” της σκέψης, βασισμένη στη μεταφορά του χόρτου, το οποίο μεγαλώνει τυχαία και αδιόρατα, σε αντίθεση με την ομαλή ανάπτυξη του δεντρώδους συστήματος. Ο σκοπός του ριζώματος είναι να επιτρέψει στη σκέψη “να αποτινάξει το μοντέλο της, να κάνει το γρασίδι της να μεγαλώνει – ακόμα και σε τοπικό επίπεδο στο περιθώριο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24). Το ρίζωμα, υπό την έννοια αυτή, αψηφά την ίδια την ιδέα ενός μοντέλου: είναι μια ατελείωτη, τυχαία πολλαπλότητα των συνδέσεων, η οποία δεν κυριαρχείται από ένα ενιαίο κέντρο ή τόπο, αλλά είναι αποκεντρωμένη και πληθυντική. Περιλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: σύνδεση, ετερογένεια, πολλαπλότητα και ρήξη (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:7). Απορρίπτει τις δυαδικές διαιρέσεις και ιεραρχίες, και δεν διακυβερνάται από μια εκτυλισσόμενη, διαλεκτική λογική. Έτσι ανακρίνει τις αφαιρέσεις που κυβερνούν τη σκέψη, που αποτελούν τη βάση των διαφόρων λόγων της γνώσης και ορθολογισμού. Με άλλα λόγια, η ριζωματική σκέψη είναι η σκέψη που αψηφά την εξουσία, αρνείται να περιορίζεται από αυτήν – η ριζωματική “δεν θα αφήσει σε κανέναν, σε οποιαδήποτε δύναμη, να “θέσει” ερωτήσεις ή να “ορίσει” προβλήματα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24).

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει εδώ πως η επίθεση του Στίρνερ στις αφαιρέσεις, τις ουσίες, και τις έμμονες ιδέες, είναι ένα παράδειγμα της ριζωματικής σκέψης. Όπως και ο Ντελέζ, κι ο Στίρνερ ψάχνουν για πολλαπλότητες και ατομικές διαφορές, αντί για αφαιρέσεις και ενότητες. Οι αφαιρέσεις, όπως η αλήθεια, η λογική, η ανθρώπινη ουσία, είναι εικόνες οι οποίες, για αυτούς τους στοχαστές, αρνούνται την πληθυντικότητα και παραμορφώνουν τη διαφορά σε ομοιότητα. Ο Koch σχολιάζει την περιφρόνηση τους Στίρνερ για υπερβατικές έμμονες ιδέες. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ εδώ εφευρίσκει μια νέα μορφή σκέψης που δίνει έμφαση στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα την ατομικότητα πάνω από την καθολικότητα και την υπερβατικότητα. Αυτή η αντι-ουσιοκρατική, αντι-καθολική σκέψη προβλέπει την προσέγγιση του Ντελέζ. Επιπλέον, αυτό το αντι-ουσιοκρατικό, αντι-θεμελιωτικό (foundationalist) ύφος της σκέψης έχει ριζοσπαστικές συνέπειες για την πολιτική φιλοσοφία. Ο πολιτικός στίβος δεν μπορεί πλέον να συντάσσεται σύμφωνα με τις παλιές γραμμές μάχης του Κράτους και του αυτόνομου, λογικού υποκείμενο που αντιστέκεται. Αυτό επειδή μια επανάσταση μπορεί να σχηματίζει πολλαπλές συνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων με την ίδια δύναμη που θεωρητικά αντιτίθεται: “Αυτές οι γραμμές δένονται η μία στην άλλη. Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν μπορεί κάποιος να θέσει ένα δυισμό ή μια διχοτόμηση, ακόμη και στην στοιχειώδη μορφή του καλού και του κακού” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9). Έτσι, σύμφωνα με την κριτική των ορθολογικών και ηθικών λόγων, τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ θα δούν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται σε μια ορθολογική κριτική του Κράτους, να είναι μορφές σκέψης που στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, παρά αντιστέκονται, στην Κρατική εξουσία. Τέτοιες θεωρίες, επειδή δεν αμφισβητούν την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, και επειδή βλέπουν το κράτος ως θεμελιωδώς ανορθολογικό, παραμελούν το γεγονός ότι το Κράτος έχει ήδη καταλάβει τον ίδιο τον ορθολογικό λόγο. Με άλλα λόγια, το να αμφισβητήσουμε την ορθολογική βάση του Κράτους, να πούμε ότι η Κράτική εξουσία είναι “παράλογη” ή “ανήθικη”, δεν αποτελεί απαραίτητα μια υπονόμευση του Κράτους, αλλά αντ ‘αυτού μπορεί να είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του. Αφήνει την κρατική εξουσία άθικτη υποβάλλοντας την επαναστατική δράση στις ορθολογικές και ηθικές διαταγές που τη διοχετεύουν σε κρατικές φόρμες. Εάν το Κράτος οφείλει να ξεπεραστεί πρέπει κανείς να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συλληφθούν από τη λογική: “η πολιτική είναι ενεργός πειραματισμός εφόσον δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τον τρόπο που μία γραμμή πρόκειται να στρίψει”(Deleuze 1987:137). Θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αντίστασης αργότερα.

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ μια φιλοσοφία όπως ο αναρχισμός, η οποία θέτει μια κριτική της εξουσίας [ως αρχής] του Κράτους, που βασίζεται σε ηθικές και ορθολογικές αρχές, θα επιβεβαιώσει την Κρατική εξουσία [ως δύναμη]. Ο παραδοσιακός αναρχισμός βλέπει το Κράτος ως βαθύτατα ανήθικο και ανορθολογικό, και κατασκευάζει μια μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στο Κράτος και το ουσιοκρατικά ηθικό, ορθολογικό υποκείμενο που αντιστέκεται σε αυτή την εξουσία (Μπακούνιν 1984:212). Όπως έχω υποστηρίξει, όμως, η αντι-κρατική σκέψη των Ντελέζ και Στίρνερ πηγαίνει πέρα από τις κατηγορίες του παραδοσιακού αναρχισμού ακριβώς στο σημείο αυτό. Για τους δύο αυτούς στοχαστές οι ίδιες οι ιδέες της ουσίας, του κέντρου, και των ορθολογικών και ηθικών βάσεων – οι αρχές στις οποίες βασίζεται η αναρχική κριτική της εξουσίας – είναι οι ίδιες εξουσιαστικές δομές που προσφέρονται καθεαυτές για πολιτική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Στίρνερ και ο Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν προχωρήσει πέρα από τα όρια της αναρχικής κριτικής της εξουσίας, που γυρίζει πίσω στον εαυτό της. Έχουν φέρει την κριτική της κρατικής εξουσίας σε μια αρένα στην οποία οι αναρχικοί δεν μπορούσαν να πάνε – αυτή της καθεαυτού ορθολογικής σκέψης, ερχόμενοι σε ρήξη με τις κατηγορίες του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού που δεσμεύουν τον αναρχισμό. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς, ο Ντελέζ και ο Στίρνερ δεν μας επιτρέπουν το προνόμιο αυτής της αυστηρής αντίθεσης μεταξύ της ανορθολογικής, ανήθικης, διαφθαρμένης εξουσίας του Κράτους, και της ορθολογικής, ηθικής ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Δεν επιτρέπουν, με άλλα λόγια, το αμόλυντο σημείο αναχώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που βρίσκεται στο κέντρο της αναρχικής κριτικής της εξουσίας.

Το υποκείμενο της Επιθυμίας

Η κριτική του Στίρνερ και Ντελέζ του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που ενημερώνει τον αναρχισμό μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά στην αποδόμηση της έννοιας του ουσιοκρατικού υποκειμένου. Το έργο του Στίρνερ είναι η απόρριψη της ιδέας μίας ουσιοκρατικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, μιας ανθρώπινης ουσίας που δεν επηρεάζεται από την εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Koch, η ρήξη του Στίρνερ με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού αποτελούσε ένα νέο θεωρητικό έδαφος πέρα από τον κλασσικό αναρχισμό – ένα πεδίο που προέβλεψε τον μεταδομισμό. Η σκέψη του Στίρνερ αναπτύχθηκε ως κριτική του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ. Ο Λουντβιχ Φόιερμπαχ πίστευε ότι η θρησκεία αποξενώνει, διότι απαίτησε ο Άνθρωπος να παραιτηθεί από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του μέσω της προβολής τους σε έναν αφηρημένο σχήμα του Θεού, επομένως εκτοπίζοντας τον ουσιαστικό εαυτό του, αφήνοντας τον να αποξενωθεί και να υποτιμηθεί (Φόιερμπαχ 1957:27-28). Ο Φόιερμπαχ βλέπει τη βούληση, την καλοσύνη και την ορθολογική σκέψη, ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που έχουν αφαιρεθεί από τον Άνθρωπο· τα κατηγορήματα του Θεού ήταν στην πραγματικότητα μόνο τα κατηγορήματα του Ανθρώπου ως είδος. Έτσι, ισχυριζόμενος ότι οι ιδιότητες που έχουμε αποδώσει στον Θεό ή στο Απόλυτο είναι πραγματικά οι ιδιότητες του Ανθρώπου, ο Φόιερμπαχ έχει κάνει τον Άνθρωπο μια πανίσχυρη οντότητα καθεαυτή. Ο Φόυερμπαχ ενσαρκώνει το ανθρωπιστικό έργο του Διαφωτισμού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου στη δικαιωματική του θέση στο κέντρο του σύμπαντος – για να κάνει το “ανθρώπινο, θείο, το πεπερασμένο άπειρο.”

Ωστόσο, αυτή ακριβώς την προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Θεό με τον Άνθρωπο καταδικάζει ο Στίρνερ. Σύμφωνα με τον Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ανατρέψει τη θρησκεία, απλώς αντιστρέφει τη σειρά του υποκειμένου και του κατηγορήματος, χωρίς να υπονομεύεται η ίδια η κατηγορία της θρησκευτικής αρχής (Στίρνερ 1993:58). Η αλλοτριωτική κατηγορία του Θεού διατηρείται και στερεοποιείται εδραιώνοντας την στον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος γίνεται, με άλλα λόγια, το υποκατάστατο της Χριστιανικής ψευδαίσθησης. Ο Φόυερμπαχ, υποστηρίζει ο Στίρνερ, είναι ο αρχιερέας μιας νέας θρησκείας – του ανθρωπισμού: “Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ θρησκεία είναι μόνο η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας” (Στίρνερ 1993:176). Με την παραγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που είναι ουσιαστικά στον άνθρωπο, ο Φόιερμπαχ έχει αποξενώσει αυτούς στους οποίους δεν βρίσκονται αυτές οι ιδιότητες. Το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να υποτάσσεται σε μία νέα σειρά απόλυτων – τον Άνθρωπο και την Ανθρώπινη ουσία. Για τον Στίρνερ, ο Άνθρωπος είναι εξίσου καταπιεσμένος όπως κι ο Θεός: “ο Φόιερμπαχ πιστεύει, ότι αν εξανθρωπίσει το θείο, θα έχει βρει την αλήθεια. Όχι, αν ο Θεός μας έχει δώσει τον πόνο, ο “Άνθρωπος” είναι σε θέση να μας τσιμπήσει ακόμα πιο βασανιστικά” (Στίρνερ 1993:174). Ακριβώς όπως ο Θεός ήταν μια δύναμη που καταπίεζε το ατομικό εγώ, τώρα είναι η ανθρώπινη ουσία, και “ο φόβος του Ανθρώπου είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή του φόβου του Θεού” (Στίρνερ 1993:185). Για τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία είναι η νέα νόρμα που καταδικάζει τη διαφορά. Ο ανθρωπισμός, είναι ένας λόγος της κυριαρχίας – έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Στίρνερ, “μια νέα φεουδαρχία, υπό την επικυριαρχία του “Άνθρωπου” (Στίρνερ 1993:341). Ο Άνθρωπος και η ανθρωπότητα κατασκευάστηκαν στον ανθρωπιστικό λόγο ως βασικές νόρμες με τις οποίες τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται, και σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά περιθωριοποιείται:

Όρισα τι είναι ο “Άνθρωπος” και αυτό που ενεργεί “πραγματικά με ανθρώπινο” τρόπο, και εγώ απαιτώ από τον καθένα ότι αυτός ο νόμος θα γίνει κανόνας και ιδανικό για να τον ίδιο·διαφορετικά θα εκτεθεί ο ίδιος ως “αμαρτωλός και εγκληματίας”. (Στίρνερ 1993:204)

O Στίρνερ χάραξε μια νέα λειτουργία της εξουσίας που ξέφυγε από τις κλασικές φιλοσοφίες του Διαφωτισμού όπως ο αναρχισμός. Περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, στην οποία η εξουσία λειτουργεί, όχι με την καταστολή του Ανθρώπου, αλλά με την κατασκευή του ως πολιτικού υποκειμένου και τη διακυβέρνηση μέσω αυτής. Ο Άνθρωπος συνίσταται ως τόπος της εξουσίας, μία πολιτική ενότητα μέσω της οποίας το κράτος κυριαρχεί στο άτομο (Στίρνερ 1993:180). Το Κράτος απαιτεί ότι το άτομο συμορφώνεται με μια συγκεκριμένη ουσιοκρατική ταυτότητα ώστε μπορεί να γίνει μέρος της κοινωνίας του Κράτους, ως εκ τούτου, κυριαρχούμενης: “Έτσι το Κράτος προδίδει την έχθρα του για μένα, απαιτώντας να είμαι Άνθρωπος. . . επιβάλλει το να είμαι Άνθρωπος πάνω μου σαν καθήκον”(Στίρνερ 1993:179). Ο Στίρνερ έχει έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή ανθρωπιστική οντολογία που έβλεπε το ατομικό εγώ και την ανθρώπινη ουσία ως ξεχωριστές και σε αντίθεση οντότητες. Η ανθρωπότητα δεν είναι μια υπερβατική ουσία που δημιουργείται από φυσικούς νόμους που η εξουσία έρχεται να καταπιέσει, όπως πίστευαν οι αναρχικοί. Μάλλον πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της εξουσίας ή, τουλάχιστον, μία κατασκευή λόγου που μπορεί να γίνει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας.

Είναι αυτή η υπονόμευση της οντολογίας του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που επιτρέπει στους μετα-δομιστές όπως ο Ντελέζ να δούν την πολιτική με έναν εντελώς νέο τρόπο. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι μία ουσιαστική και αυτόνομη ταυτότητα. Η υποκειμενικότητα είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που η επιθυμία της γίνεται η επιθυμία για το κράτος. Σύμφωνα με τον Ντελέζ, το Κράτος, όπου κάποτε λειτουργούσε μέσω ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού, τώρα δεν το χρειάζεται πλέον – λειτουργεί μέσω της αυτο-κυριαρχίας του υποκειμένου. Το υποκείμενο γίνεται ο δικός του νομοθέτης:

. . . όσο περισσότερο υπακούς στις δηλώσεις της κυρίαρχης πραγματικότητας, τόσο περισσότερο θα διατάσσεις ως ομιλών υποκείμενο μέσα στη διανοητική πραγματικότητα, γιατί τελικά “μόνο υπακούς τον εαυτό σου. . . Μια νέα μορφή δουλείας έχει εφευρεθεί, να είναι κάποιος δούλος για τον εαυτό του. . . (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:162)

Για τον Ντελέζ η επιθυμία διοχετεύεται προς το κράτος μέσω της πρόθυμης υποταγής μας στην Οιδιπόδεια εκπροσώπηση. Ο Οιδίποδας είναι η άμυνα του Κράτους ενάντια στην ανεμπόδιστη επιθυμία (Ντελέζ 1987:88). Στην πραγματικότητα, ο Ντελέζ θεωρεί την ψυχανάλυση ως τη νέα εκκλησία, το νέο βωμό πάνω στον οποίο εμείς οι ίδιοι θυσιάζουμε τον εαυτό μας, όχι πλέον στον Θεό, αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι “οι τελευταίοι ιερείς” (Ντελέζ 1987:81). Έτσι, ενώ για το Στίρνερ η θρησκεία του κράτους είναι ο ανθρωπισμός και ο ανθρωπιστής Άνθρωπος, για τον Ντελέζ η θρησκεία του κράτους είναι ο Οιδίποδας. Η Οιδιπόδεια εκπροσώπηση δεν καταστέλλει την επιθυμία ως τέτοια, αλλά μάλλον την κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι πρέπει να καταστέλλεται, να βασίζεται στην αρνητικότητα, την ενοχή και την απουσία (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Έτσι η οιδιπόδεια καταστολή είναι απλώς η μάσκα για την πραγματική κυριαρχία της επιθυμίας. Η Επιθυμία “καταπιέζεται” με αυτόν τον τρόπο, επειδή αδέσμευτη αποτελεί απειλή για το Κράτος – είναι ουσιαστικά επαναστατική: “. . . δεν υπάρχει, μια επιθυμητική μηχανή ικανή να συναρμολογηθεί χωρίς να κατεδαφίσει ολόκληρους κοινωνικούς τομείς” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Οιδίποδας εξατομικεύει αυτή την επιθυμία αποκόπτοντας την από από τις πιθανές συνδέσεις και φυλακίζοντας την, μέσα στο ατομικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο ο Στίρνερ θεωρεί ότι το ουσιοκρατικό ανθρώπινο υποκείμενο φυλακίζει το εγώ, προσπαθώντας να συλλάβει τις πολλαπλότητες και τα τις ροές σε μία απλή έννοια.

Το ζήτημα της επιθυμίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκέψη τόσο του Ντελέζ όσο και του Στίρνερ, και θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη ριζοσπαστική προσέγγιση τους στην πολιτική χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η έννοια. Για τους στοχαστές αυτούς εμείς οι ίδιοι μπορούμε να επιθυμούμε τη δική μας κυριαρχία, όπως ακριβώς μπορούμε να επιθυμούμε την ελευθερία μας . Ο Ντελέζ λέει:

Στην ερώτηση “Πώς η επιθυμία μπορεί να επιθυμεί την δική της καταπίεση, πώς μπορεί να επιθυμεί τη δουλεία της;” απαντάμε ότι οι εξουσίες που συντρίβουν την επιθυμία, ή που την υποτάσσουν, οι ίδιες αποτελούν ήδη μέρος των συναρμογών της επιθυμίας:. . . (Ντελέζ
1987:133)

Παρόμοια για τον Στίρνερ, η επιθυμία δεν καταπιέζεται ή απορρίπτεται – μάλλον διοχετεύεται προς το Κράτος: “Το ίδιο το κράτος προσπαθεί να δαμάσει τον Άνθρωπο που επιθυμεί· με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να κατευθύνει την επιθυμία του αυτή στο κράτος μόνο, και να περιέχει αυτή την επιθυμία με ότι αυτό προσφέρει” (Στίρνερ 1993:312). Έτσι, η επιθυμία για τον Στίρνερ συνίσταται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται επιθυμία για το Κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία του Κράτους γίνεται δυνατή μέσω της συνενοχής μας – με τηνεπιθυμία μας για την εξουσία (Στίρνερ 1993:312). Όπως και ο Ντελέζ, ο Στίρνερ δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ίδια την εξουσία, αλλά για τους λόγους που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να κυριαρχούνται από την εξουσία. Θέλει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμμετέχουμε στη δική μας καταπίεση, και να δείξει ότι η εξουσία δεν αφορά μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα – είναι, επίσης, ριζωμένη, σε ψυχολογικές ανάγκες. Έχει ενσωματώσει την ίδια, τη μορφή των αφηρημένων ιδεών, όπως το Κράτος, την ανθρώπινη ουσία και την ηθική, βαθιά μέσα στη συνείδηση μας. Η κυριαρχία του Κράτους, ο Στίρνερ υποστηρίζει, εξαρτάται από την προθυμία μας να το αφήσουμε να μας κυριαρχήσει:

Το Κράτος δεν είναι νοητό χωρίς την αρχοντιά και την υποτέλεια (υποταγή)· Για το Κράτος θα πρέπει να θέλει να είναι άρχοντας όλων όσων αγκαλιάζει, και αυτή η θέληση καλείται η “θέληση του Κράτους”. “Αυτός που, για να κρατήσει το δικό του, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία βούλησης σε άλλους είναι ένα πράγμα που πραγματοποιείται από αυτούς τους άλλους, όπως ο κύριος είναι ένα πράγμα που φτιάχνεται από τους υπηρέτες του. Εάν η υποτακτικότητα σταματούσε, θα τελείωναν όλα με την εξοχότητα. (Στίρνερ 1993:195-6)

Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Κράτος είναι ουσιαστικά μια αφαίρεση: υπάρχει μόνο επειδή επιτρέπουμε να υπάρχει και γιατί εγκαταλείπουμε σε αυτό την εξουσία μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δημιουργούμε το Θεό εγκαταλείποντας την εξουσία μας στη διάθεση του, και την τοποθετούμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που είναι πιο σημαντικό από τον φορέα του Κράτους είναι η «Κυβερνώσα αρχή” – είναι η ιδέα του Κράτους που μας καταπιέζει (Στίρνερ 1993:226). Η εξουσία του Κράτους βασίζεται πραγματικά πάνω στη δύναμη μας. Θα είναι το Κράτος κυρίαρχο αν κάποιος αρνηθεί να υπακούσει, αν αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία του σε αυτό; Δεν είναι αναμφισβήτητο ότι κάθε είδους κυβέρνησης εξαρτάται από την προθυμία μας να την αφήσουμε να μας κυβερνήσει; Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στον καταναγκασμό. Χρειάζεται τη βοήθειά μας, τη βούλησή μας να υπακούσουμε. Είναι μόνο και μόνο για το λόγο ότι το άτομο δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη δύναμη, επειδή ταπεινώνεται το ίδιο μπροστά στο ιερό,μπροστά στην εξουσία, που το κράτος εξακολουθεί να υπάρχει (Στίρνερ 1993:284).

Έτσι, τόσο για το Στίρνερ όσο και τον Ντελέζ το κράτος θα πρέπει να ξεπεραστεί ως ιδέα πριν μπορέσουμε να το υπερβούμε στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ένα νέο Κράτος δεν θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού. Αυτό ήταν και το βασικό μέλημα του αναρχισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο κλασικός αναρχισμός αποτυχαίνει να θεωρήσει επαρκώς το πρόβλημα της εξουσίας, της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Δεδομένου όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, ότι όχι μόνο η Κρατική εξουσία συνδέεται με τους ηθικούς και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά επίσης, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα του αυτόνομου ανθρωπιστικού υποκειμένου – τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής σκέψης. Αυτό που οι κλασικοί αναρχικοί δεν προβλέψαν ήταν η λεπτή συνενοχή μεταξύ του επιθυμητικού υποκείμενου και της εξουσία που τον/την καταπιέζει. Αυτό είναι το φάντασμα που στοιχειώνει την επαναστατική θεωρία. Έτσι, ο Στίρνερ κι ο Ντελέζ υπερβαίνουν την προβληματική του κλασικού αναρχισμού από την αποκάλυψη των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας και της εξουσίας, και από την αναγνώριση των αυταρχικών δυνατοτήτων της επιθυμίας. Είναι σαφές λοιπόν ότι η αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, πρέπει να εργαστεί σε διαφορετικές γραμμές από εκείνες που προβλέπονται από τους κλασικούς αναρχικούς.

Αντίσταση

Έτσι, τόσο για τον Στίρνερ όσο και για τον Ντελέζ, η κυριαρχία του Κράτους λειτουργεί, όχι μόνο μέσω των κοινωνικών θεωριών του συμβολαίου, την ηθική και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικά μέσω της ίδιας της ανθρωπιστικής επιθυμίας. Το ερώτημα πρέπει να είνα είναι πώς, αν είμαστε τόσο περίπλοκα συνδεδεμένοι με το Κράτος, θα αντισταθούμε στην κυριαρχία του; Για τον Στίρνερ και τον Ντελέζ, η αντίσταση στο κράτος πρέπει να λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των σκέψεων, των ιδεών μας και πιο ριζικά των επιθυμιών μας. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε πέρα από το παράδειγμα του Κράτους. Η επαναστατική δράση στο παρελθόν απέτυχε επειδή παρέμεινε παγιδευμένη μέσα σε αυτό το παράδειγμα. Ακόμα και επαναστατικές φιλοσοφίες όπως ο αναρχισμός, που έχουν ως στόχος τους, την καταστροφή της κρατικής εξουσίας, έχουν παραμείνει παγιδευμένη μέσα σε ουσιοκρατικές έννοιες και δομές και μανιχαϊστικές δομές που, όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, συχνά καταλήγουν να επιβεβαιώνουν την εξουσία [ως αρχή]. Ίσως η ίδια η ιδέα της επανάστασης πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ίσως η πολιτική πρέπει να είναι μία διαφυγή από τις ουσιοκρατικές δομές και τις ταυτότητες. Ο Στίρνερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η αντίσταση κατά του Κράτους θα πρέπει να πάρει τη μορφή, όχι της επανάστασης, αλλά της “εξέγερσης”:

Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μία ανατροπή των συνθηκών, της καθεστηκυίας κατάστασης ή του στάτους,του Κράτος ή της κοινωνίας, και είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η εξέγερση έχει πράγματι για απόφευκτη συνέπεια της το μετασχηματισμό των συνθηκών, ακόμα κι αν δεν ξεκινά από αυτό, αλλά από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι μια ένοπλη έγερση, αλλά μία έγερση ατόμων, ένας ξεσηκωμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διευθετήσεις που πηγάζουν από αυτήν. Η Επανάσταση στοχεύει σε νέες διευθετήσεις· η εξέγερση μας οδηγεί πλέον στο να μην επιτρέψουμε άλλο στους εαυτούς μας να διευθετούνται, αλλά να διευθετήσουμε τους εαυτούς μας, και δεν θέτει καμιά λαμπερή ελπίδα στους “θεσμούς”. Δεν είναι ένας αγώνας ενάντια στο καθεστηκυίο, δεδομένου ότι, αν ευημερεί (η εξέγερση), το καθεστηκυίο καταρρέει από μόνο του· είναι μόνο ένα έργο εμπρός μου έξω από το καθεστώς. (Στίρνερ 1993:316)

Η εξέγερση, μπορεί να υποστηριχθεί, αρχίζει με την άρνηση του ατόμου της επιβαλόμενης ταυτότητας, το “εγώ”, μέσω του οποίου λειτουργεί η εξουσία: ξεκινά “από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τους εαυτούς τους” Επιπλέον ο Στίρνερ λέει ότι η εξέγερση δεν έχει ως στόχο την ανατροπή των πολιτικών θεσμών. Απευθύνεται στην ατομική ανατροπή της δικής μου ταυτότητας – το αποτέλεσμα της οποίας είναι, ωστόσο, μια αλλαγή στις πολιτικές διευθετήσεις. Η εξέγερση κατά συνέπεια, δεν είναι για να γίνει κάποιος, ό,τι “είναι”, σύμφωνα με τον ανθρωπισμό – να γίνεις ανθρώπινος, να γίνει Άνθρωπος – αλλά για να γίνει αυτό που δεν είναι. Η έννοια του Στίρνερ της εξέγερσης περιλαμβάνει μία διαδικασία γίγνεσθαι – πρόκειται για τη διαρκή ανακάλυψη του εαυτού. Ο εαυτός δεν είναι μία ουσία, ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά μάλλον ένα κενό, ένα “δημιουργικό τίποτα “, και είναι πάνω στο άτομο να δημιουργήσει κάτι από αυτό και να μην περιορίζεται από τις ουσίες (Στίρνερ 1993:150).

Ο Ντελέζ, όπως έχουμε δει επίσης απορρίπτει την ενότητα και την ουσιοκρατία του υποκειμένου, θεωρώντας ότι αυτό είναι μια δομή που περιορίζει την επιθυμία. Επίσης βλέπει το γίγνεσθαι – να γίνει άλλος από Άνθρωπος, άλλος από το ανθρώπινο – ως μια μορφή αντίστασης. Προτείνει μία έννοια της υποκειμενικότητας που εστιάζει στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα και τη διαφορά πέρα από την ενότητα, και τη ροή πέρα από τη σταθερότητα και την ουσιοκρατία της ταυτότητας. Η ενότητα του υποκειμένου αναλύεται σε μια σειρά ροών, συνδέσεων, και των συναρμογών ετερογενών μερών (Bogue 1989:94). Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται ακόμη και το σώμα ενοποιημένο: αποτελούμαστε από διάφορα μέρη που μπορούν να λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι το υποκείμενο ή τα διάφορα συστατικά του καθεαυτά, αλλά μάλλον ό,τι συμβαίνει μεταξύ των στοιχείων: των συνδέσεων, των ροών, κλπ (Bogue 1989:91).

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, η αντίσταση κατά του Κράτους πρέπει να περιλαμβάνει μια απόρριψη των ενιαίων και ουσιοκρατικών ταυτοτήτων – τις ταυτότητες που δεσμεύουν την επιθυμία, τη γλώσσα και τη σκέψη στο κράτος. Η ρήξη τους από την ενότητα στην πολλαπλότητα, τη διαφορά και το γίγνεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια άσκηση στην αντιεξουσιαστική, αντι-κρατική σκέψη. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να κινηθούμε πέρα από τις υπάρχουσες πολιτικές κατηγορίες και να εφεύρουμε νέες – να επεκτείνουμε το πεδίο της πολιτικής πέρα από τα παροντικά όριά του μέσω της αποκάλυψης των συνδέσεων, που μπορεί να σχηματιστούν ανάμεσα στην αντίσταση και την εξουσία στις οποία αντιστάθηκαν. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Μπορείτε να κάνετε μια ρήξη, να σχεδιάσετε μια γραμμή φυγής, αλλά ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα επαναστρωματώστε (restratify) τα πάντα, σχηματισμούς που θα επαναφέρουν την εξουσία σε ένα σημαίνον. . .” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9).

Ίσως ένας τρόπος να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη δυαδική, ουσιοκρατική λογική είναι μέσω της έννοιας του πολέμου. Οι Στίρνερ και Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, θεωρητικοποιούν μη-ουσιοκρατικές μορφές αντίστασης εναντίον του Κράτους όσον αφορά τον πόλεμο. Ο Στίρνερ καλεί για ένα πόλεμο σε κάθε αρχή και θεσμό του Κράτους. Επιπλέον, βλέπει την κοινωνία όσον αφορά έναν πόλεμο των εγώ, ένα είδος πολέμου του Hobbes “όλοι εναντίον όλων” στον οποίο δεν υπάρχει καμία έκκληση προς κάθε έννοια συλλογικότητας ή ενότητας (Clark 1976:93). Για αυτό έχει συχνά κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει ένα εγωιστικό και ακραίο ατομικισμό στον οποίο “θα μπορούσε να είναι σωστό” και το άτομο έχει το δικαίωμα σε όλα όσα έχει τη δύναμη να πετύχει. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ δεν μιλάει εδώ για ένα πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον μια μάχη στο επίπεδο των αναπαραστάσεων που δημιουργούν ριζοσπαστικά θεωρητικά ανοίγματα και στις οποίες όλες οι ουσιοκρατικές ενότητες και συλλογικότητες ριγνύονται. Ο πόλεμος για τον Στίρνερ δεν είναι ένα Κράτος της φύσης ή ένα ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό. Μάλλον είναι ένας τρόπος σκέψης που υπονομεύει την ουσία.

Είναι στο ίδιο πνεύμα που ο Ντελέζ μιλά για τη “μηχανή πολέμου” ως σχήμα της αντίστασης ενάντια στο Κράτος. Η μηχανή πολέμου αποτελεί κάτι έξω από το Κράτος. Ενώ το Κράτος χαρακτηρίζεται από εσωτερικότητα, η μηχανή πολέμου χαρακτηρίζεται από μία απόλυτηεξωτερικότητα. Ενώ το Κράτος είναι, όπως είδαμε, ένα κωδικοποιημένο εννοιολογικό επίπεδο που περιορίζεται εντός των δυαδικών δομών σκέψης, η μηχανή πολέμου είναι καθαρά νομαδική κίνηση, μη-γραμμωτή και ακωδικοποίητη. Είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από πλυθηντικότητες, πολλαπλότητες, και διαφορά, η οποία ξεφεύγει από την κωδικοποίηση του Κράτους αποφεύγοντας τις δυαδικές δομές (Deleuze 1987:141). Η μηχανή πολέμου είναι το Έξω του Κράτους – ό,τι διαφεύγει τη σύλληψη από το κράτος: “όπως ακριβώς Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το Κράτος ήταν κατά του πολέμου, οπότε ο πόλεμος είναι ενάντια στο Κράτος και το καθιστά αδύνατο”(Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:359). Είναι η εννοιολογική απουσία της ουσίας και της κεντρικής εξουσίας [ως αρχής]. Πάλι θα έλεγα ότι στον Ντελέζ, όπως και στην περίπτωση του Στίρνερ, δεν μιλάμε για πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα θεωρητικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από ενοιολογική ανοιχτότητα στην πληθυντικότητα και την διαφορά, η οποία αποφεύγει τις σταθερές ταυτότητες, τις ουσίες και τις εννοιολογικές ενότητες που αποτελούν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Η ιδέα του πολέμου ως μια ριζική εξάρθρωση και ένα συστατικό κενό μπορεί να αναπτυχθεί με τον τρόπο αυτό, ως εργαλείο της αντίστασης ενάντια στην Κρατική εξουσία [ως δύναμη] και την αρχή του.

Όπως είδαμε, η αντίσταση είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: μπορεί πάντα να αποικίζεται από τη εξουσία στην οποία αντιτίθεται. Δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ανατροπή της Κρατικής εξουσίας από ένα ουσιοκρατικό επαναστατικό υποκείμενο. Η αντίσταση μπορεί τώρα να ειδωθεί από την άποψη του πολέμου: ως ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, προσωρινών αποτυχιών και προδοσιών – ένας συνεχής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Όπως λέει ο Ντελέζ: “. . . ο κόσμος και τα Κράτη του δεν είναι πλέον οι Κύριοι των επιπέδων τους από όσο οι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε παραμόρφωση των δικών τους. Όλα παίζονται σε αβέβαια παιχνίδια. . . »(Ντελέζ 1987:147).

Πώς αυτή η έννοια της αντίστασης ως πόλεμος, ως ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ συλλογικοτήτων ατόμων, και εξουσίας [ως αρχής] διαφέρει από την αναρχική ιδέα της επανάστασης; Για τους κλασικούς αναρχικούς η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, διαλεκτική ανατροπή της κοινωνίας, στην οποία οι δομές της εξουσίας και της αρχής θα πρέπει να ανατραπεί ώστε και το τελευταίο εμπόδιο για την πλήρη υλοποίηση της υποκειμενικής ανθρωπότητας να αφαιρεθεί. Για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, από την άλλη πλευρά, η αντίσταση δεν έχει ένα συμπέρασμα ή τέλος, υπό αυτή την έννοια. Η αντίσταση θεωρείται ως μια συνεχής αντιπαράθεση ένας διαρκής πόλεμος φθοράς κατά την οποία οι γραμμές της αντιπαράθεσης ποτέ δεν σημειώνονται εκ των προτέρων, αλλά είναι μάλλον συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμες και προς διεκδίκηση (fought over). H αντίσταση ενάντια στο Κράτος είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι, ακριβώς επειδή η Κρατική εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορισθεί σε ένα μόνο θεσμό, αλλά μάλλον είναι κάτι που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, που αποτελείται, όπως είδαμε, από τις επιθυμίες, ουσίες και ορθολογικές αρχές. Η ίδια η έννοια του ηθικού και του ορθολογικού ανθρώπινου υποκειμένου το οποίο ανταγωνίζεται ενάντια στην εξουσία του Κράτους στο αναρχικό λόγο, έχει κατασκευαστεί, ή τουλάχιστον έχει διεισδύσει σε αυτό η εξουσία που υποτίθεται ότι αντιτίθεται. Έτσι, η αντίσταση είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται από άτομα και ομάδες που συμπλέκονται σε αγώνες από μέρα σε μέρα με τις πολλαπλές μορφές κυριαρχίας.

Συμπέρασμα

Η Αντι-κρατική σκέψη του Στίρνερ και του Ντελέζ μπορεί να μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και να αναπτύξουμε μορφές αντίστασης που αποφεύγουν την παγίδα του κράτους που έχει για εμάς – πώς από την απόλυτη προσήλωση μας στις ορθολογικές δομές σκέψης, και τους ουσιοκρατικούς τρόπους της επιθυμίας, καταλήγουμε να επιβεβαιώνουμε, παρά να υπερβαίνουμε την κυριαρχία. Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί πέρα από το ερώτημα του ποιος θεσμός, ποια μορφή κυριαρχίας, είναι να αντικαταστήσει αυτή που έχουμε ανατρέψει. Η Αντι-κρατική σκέψη του Ντελέζ και του Στίρνερ μπορεί να μας δώσει ίσως και το εννοιολογικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση της πολιτικής από τον εκβιασμό αυτού του αιώνιου ερωτήματος. Εδώ θα ήθελα, επίσης, να υποστηρίξω ότι παρόλο που η ανάλυση του Στίρνερ και του Ντελέζ της κρατικής εξουσίας διαφέρει με πολλούς τρόπους από τον παραδοσιακό αναρχισμό, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό. Και οι δύο μοιράζονται με τον αναρχισμό μια αμείλικτη κριτική όλων των μορφών εξουσίας, και ιδιαίτερα την απόρριψη της ιδέας ότι ορισμένες μορφές εξουσίας μπορεί να είναι απελευθερωτικές. Η διαφορά είναι ότι ο Στίρνερ και ο Ντελέζ εκθέτουν τόπους δυνητικής κυριαρχίας σε χώρους όπου ο κλασικός αναρχισμός δεν κοίταξε – στους ηθικούς και ορθολογικούς λόγους, τις ανθρώπινες ουσίες και την επιθυμία. Με άλλα λόγια, έχουν επεκτείνει απλώς την κριτική της δύναμης και της εξουσίας που ξεκίνησε με τον κλασσικό αναρχισμό. Υπό αυτή την έννοια η κριτική του Ντελέζ και του Στίρνερ του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή του αναρχισμού. Αλλά είναι ένας αναρχισμός χωρίς τις ουσίες και τις εγγυήσεις της ηθικής και της ορθολογικής εξουσίας [ως αρχής]. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η αντι-κρατική φιλοσοφία των Ντελέζ και Στίρνερ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μετα-αναρχισμός – μια σειρά από εννοιολογικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν μόνο να προωθήσουν τον αναρχισμό, καθιστώντας τον πιο σχετικό με τους σύγχρονους αγώνες κατά της αρχής.

Έχω υποστηρίξει, επομένως, ότι υπάρχει μια εκπληκτική και ανεξερεύνητη σύγκλιση μεταξύ των Στίρνερ και Ντελέζ για το ζήτημα του Κράτους. Επιπλέον, η εξερεύνηση αυτής της σύγκλισης μπορεί να μας επιτρέψει να θεωρητικοποιήσουμε μία μη-ουσιοκρατική πολιτική αντίστασης στην κυριαρχία του Κράτους. Και οι δύο στοχαστές βλέπουν το Κράτος ως μια αφηρημένη αρχή της εξουσίας και της κυριαρχίας η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένες μορφές της. Αναπτύσσουν μια θεωρία του Κράτους που πάει πέρα τον μαρξισμό βλέποντας το Κράτος ως αυτόνομο από οικονομικές διευθετήσεις, και πέρα από τον αναρχισμό που βλέπει το Κράτος να λειτουργεί μέσω των ίδιων των ηθικών και ορθολογικών λόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να το καταδικάσει. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται σε ρήξη με το παράδειγμα του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτουν τους δεσμούς μεταξύ της εξουσίας και της ανθρώπινης ουσίας και δείχνουν ότι η επιθυμία μερικές φορές επιθυμεί τη δική της καταστολή. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, οι Στίρνερ και Ντελέζ καταλαμβάνουν μια παρόμοια αντιεξουσιαστική φιλοσοφική και πολιτική τροχιά – που κηρύττει τον εννοιολογικό πόλεμο στο Κράτος, των οποίων οι σημαντικές θεωρητικές επιπτώσεις για τον αναρχισμό, πρέπει να υπολογίζονται μαζί.

Αναφορές

Bakunin, Mikhail 1984. Political Philosophy: scientific anarchism. (ed.) G.P Maximoff. London: Free Press of Glencoe.

Bogue, Ronald 1989. Deleuze & Guattari. London: Roultedge.

Clark, John 1976. Max Stirner’s Egoism. London: Freedom Press.

Deleuze, Gilles & Felix Guattari 1977. Anti-Oedipus: Capitalism & Schizophrenia. New York: Viking Press.

Deleuze, Gilles 1987. Dialogues. (trans.) Hugh Tomlinson. New York: Columbia University Press.

Deleuze, Gilles and Felix Guattari 1988. A Thousand Plateaus: Capitalism & Schizophrenia. (trans.) Brian Massumi. London: Althone Press.

Derrida, Jacques 1994. Spectres of Marx: The State of Debt, the Work of Mourning & the New International. (trans.) Peggy Kamuf, New York: Routledge.

Feuerbach, Ludwig 1957. The Essence of Christianity, (trans.) George Eliot. New York: Harper

Harrison, Frank 1983. The Modern State: An Anarchist Analysis. Montreal: Black Rose Books.

Koch, Andrew 1997. Max Stirner: The Last Hegelian or the First Poststructuralist. Anarchist Studies 5:95–107.

Kropotkin, Peter 1943. The State: Its Historic Role. London: Freedom Press.

Stirner, Max 1993. The Ego and Its Own. (trans.) Steven Byington. London: Rebel Press.

Προτεινόμενη ανάγνωση

Για μια καλή συμπληρωματική εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Ντελέζ, θα ήθελα επίσης, να προτείνω τα ακόλουθα:

Goodchild, Philip 1996. Deleuze and Guattari: an introduction to the politics of desire. London: SAGE Publications.

Massumi, Brian 1992. A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia: deviations from Deleuze and Guattari. Cambridge, Mass: MIT Press.

Patton, Paul 1984. ‘Conceptual Politics and the War-Machine in Mille Plateaux’, Substance. 44/45, 61–80.

Perez, Rolando 1990. On An(archy) and Schizoanalysis. Autonomedia: USA.

Schrift, Alan 1992. ‘Between Church and State: Nietzsche, Deleuze and the Genealogy of Psychoanalysis’, International Studies in Philosophy, 24(2), 41–52.

Θα πρότεινα επίσης τον προβληματισμό του Ντελέζ πάνω στον Φουκώ στην έννοια της εξουσίας και της αντίστασης.

Deleuze, Gilles 1988. Foucault. (trans.) Se’n Hand. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μία καλή εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ θα πρότεινα:

Carroll, John 1974. Break-Out from the Crystal Palace. The anarcho-psychological critique: Stirner, Nietzsche, Dostoyevsky. London: Routledge & Kegan Paul.

Ferguson, Kathy. E 1982. ‘Saint Max Revisited: A Reconsideration of Max

Stirner’, Idealistic Studies. 12(3), 276–292.

Μία διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στον αναρχισμό και τον μεταδομισμό μπορεί να βρεθεί στο:

May, Todd 1994. The Political Philosophy of Poststructuralist Anarchism. University Park, Pa.: Pennsylvania State University Press.

May, Todd 1989. ‘Is poststructuralist political theory anarchist?’ Philosophy & Social Criticism. 15(2), 167–181.

Για μία εισαγωγή στη μετανεωτερική πολιτική θα πρότεινα:

Ross, Andrew (ed.) 1988. Universal Abandon: The Politics of Post-Modernism. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μια ενδιαφέρουσα ματιά στο σύγχρονο αναρχισμό θα πρότεινα:

Clark, John 1984. The Anarchist Moment: Reflections on Culture, Nature & Power. Black Rose Books: Montreal.

Ehrlich, Howard J. (ed.) 1996. Reinventing Anarchy, Again. San Francisco, CA:

AK Press.

Αφορμαλιστική εξεγερσιακή οργάνωση

αναδημοσίευση: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1458011
Αφορμαλιστική εξεγερσιακή οργάνωση
από αναρχικοί 23:00, Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013
ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις πάνω στο κείμενο – κάλεσμα για μια αναρχική πολιτική οργάνωση

Ορισμένες σύντομες αλλά ουσιαστικές παρατηρήσεις πάνω στο κείμενο καλέσματος για μια αναρχική πολιτική οργάνωση, που υπογράφουν: «Κύκλος της φωτιάς», αναρχική συλλογικότητα «καθ΄οδόν», Στέκι Αντίπνοια, Αναρχικοί για την κοινωνική απελευθέρωση.

Αφού διαβάσαμε το συγκεκριμένο κείμενο και θεωρώντας ότι έχουμε κατανοήσει επαρκώς το γενικό πλαίσιο και τις συντεταγμένες που οι σύντροφοι που υπογράφουν αυτή την πρωτοβουλία σκοπεύουν να κινηθούν, έχουμε να παρατηρήσουμε σε πρώτη φάση τα εξής :

1. Οι σύντροφοι παραβιάζουν ανοιχτές πόρτες με την έννοια ότι αυτή τη στιγμή, τουλάχιστο και κατά την δική μας εκτίμηση, η συντριπτική πλειοψηφία των αναρχικών ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων στην Ελλάδα θα συνυπέγραφαν σχεδόν στο σύνολό τους τις διαπιστώσεις και τους προβληματισμούς τους που εκθέτουν σε γενικές γραμμές σχετικά με το λεγόμενο οργανωτικό ζήτημα του αναρχικού χώρου ή κινήματος.

2. Κατά τη ταπεινή μας άποψη και αν λάβουμε λοιπόν σαν δεδομένο ότι οι διαπιστώσεις τους και οι επιδιώξεις τους είναι αυτή τη στιγμή σχεδόν ταυτόσημες αναμεταξύ μας, το βασικό ζήτημα είναι να περάσουμε πρακτικά σε ένα επόμενο βήμα «πέρα των διαπιστώσεων».

3. Εδώ ακριβώς έγκειται και η συγκεκριμένη δυσκολία του οργανωτικού ζητήματος, το οποίο ανεξάρτητα των εκτιμήσεων του καθενός μας σχετικά με το κατά πόσο μας ευνοούν ή όχι σήμερα οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και ταυτόχρονα αποδεχτούμε έστω και τον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης των αναρχικών περί οργάνωσης δηλαδή: «οργανώνεσαι στο σήμερα με βάση το ιδεατό σου», θα έπρεπε μάλλον, κατά τη γνώμη μας, να αποδεχτούμε ταυτόχρονα ότι, ο μοναδικός τρόπος για να καλυφθεί αυτή ακριβώς η απόσταση, δηλαδή, από τις σημερινές συνθήκες στην κοινωνική επανάσταση, δεν μπορεί να είναι άλλος και διαφορετικός, παρά μεθοδολογικός.

4. Αν συμφωνούμε όλοι μας, ή έστω όσοι συμφωνούν, με την παραπάνω διαπίστωση, θα πρέπει επίσης να συμφωνήσουν, σε αυτή την περίπτωση, ότι ο αναρχισμός ή η αναρχία στο σύνολό της σαν δυναμικό κοινωνικό κίνημα στις σημερινές συνθήκες, διαθέτει πλέον ελάχιστη αξία σαν ιδεολογία, με την έννοια της παρελθούσας ιστορίας της μέσα στα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της εκμεταλλευόμενης τάξης, των επιτευγμάτων της και των παθημάτων της, των σωστών και των λαθών της. Όλα αυτά φυσικά θα πρέπει να τα έχουμε υπόψη μας για να αντλούμε τα κατάλληλα πολιτικά συμπεράσματα. Όμως, στις ραγδαία εξελισσόμενες κοινωνικές συνθήκες σήμερα, πιστεύουμε ότι κυρίως η αναρχική μέθοδος έχει και θα μπορούσε να έχει ακόμη μεγαλύτερη ουσιαστική και πρακτική αξία ακριβώς σαν μεθοδολογία, σαν μεθοδολογική οργανωτική πρόταση, όχι μονάχα για τους αναρχικούς, πράγμα αυταπόδεικτο τουλάχιστο θεωρητικά, αλλά επίσης και για το ευρύτερο κίνημα των εκμεταλλευόμενων, μέσα στους κοινωνικούς αγώνες που διεξάγονται και θα διεξαχθούν. Όλοι μας ανεξαιρέτως πιστεύουμε ότι συμφωνούμε επίσης στην διαπίστωση ότι, χωρίς την ενεργή συμμετοχή της πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων καθίσταται θεωρητικά και πρακτικά αδύνατη η κοινωνική επανάσταση. Τίθεται άρα επίσης επιτακτικά στην περίπτωση αυτή, το πρόβλημα της οργάνωσης της επόμενης εξέγερσης. Το τελικό συμπέρασμα, κατά την άποψή μας, είναι ότι επιλέγουμε να οργανωθούμε σήμερα με βάση το ιδεατό μας, χρησιμοποιώντας σαν γέφυρα κάλυψης της απόστασης αυτής την αναρχική μέθοδο. Η αναρχική μεθοδολογική οργανωτική πρόταση που την παλεύουμε πρακτικά μέσα στο ευρύτερο κίνημα της εκμεταλλευόμενης τάξης, κατά τη διάρκεια των κοινωνικών αγώνων. Μονάχα αυτή η μέθοδος μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να μας εγγυηθεί την σύζευξη μεταξύ μέσων που οργανωτικά χρησιμοποιούμε σήμερα και του απώτερου σκοπού που στρατηγικά επιδιώκουμε.

5. Αν κατανοούμε και άρα συμφωνούμε με το παραπάνω συμπέρασμα περί μεθόδου, το οποίο είναι κατά τη άποψή μας κεφαλαιώδους σημασίας ως προς την έκβαση της πορείας προς τον στρατηγικό μας στόχο, τη κοινωνική επανάσταση, τότε, σε αυτή τη περίπτωση, οποιαδήποτε συζήτηση και προβληματισμός περί του οργανωτικού ζητήματος διαθέτει μια ασφαλή πυξίδα ώστε να μην αποπροσανατολιστεί και παρεκτραπεί, φτάνοντας σε ένα ασφαλές λιμάνι προορισμού. Δεν θα υποπέσουμε στο πειρασμό και ενδεχομένως στο σφάλμα να αναφερθούμε εδώ στις οργανωτικές μορφές που το αναρχικό κίνημα υιοθέτησε διεθνώς και εγχώρια κατά τη μακρόχρονη πορεία του στους ταξικούς αγώνες. Αυτές οι μελέτες και οι αναφορές σίγουρα έχουν υλοποιηθεί σε ένα βαθμό και στο εσωτερικό του εγχώριου αναρχικού κινήματος και όσοι σύντροφοι διακατέχονται από την αγωνία του προβληματισμού σχετικά με το ζήτημα αυτό, όπως εμείς, σίγουρα έχουν βγάλει τα δικά τους συμπεράσματα επαρκή ή λιγότερο επαρκή, δεν έχει μεγάλη σημασία αυτή τη στιγμή. Το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία σε σχέση με το ζητούμενο τώρα, δηλαδή τις προτεινόμενες οργανωτικές μορφές σε άμεση συνάρτηση με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, όπως προείπαμε, είναι αν αυτές οι τελευταίες είναι ή τείνουν να είναι συγκεντρωτικού χαρακτήρα, ακόμη και δημοκρατικού, πράγμα τουλάχιστο θεωρητικά δύσκολο αν όχι αδύνατο, εφόσον προέρχονται από αναρχικό φορέα.

6. Προς έκπληξή μας-αν και το φαινόμενο έχει ιστορικά καταγραφεί ευρέως στην πορεία του αναρχικού κινήματος-διαπιστώνουμε ότι η συνολική τοποθέτηση των συντρόφων και φορέων της συγκεκριμένης οργανωτικής πρότασης, πέραν των κοινών μας διαπιστώσεων που παραβιάζουν ανοικτές πόρτες για λόγους που ήδη αναφέραμε, είναι εξόφθαλμα συγκεντρωτικού χαρακτήρα. Δεν χρειάζεται όμως να επιμείνουμε ιδιαίτερα πάνω σ΄αυτό το σημείο, διότι ο κάθε σύντροφος ή συλλογικότητα συντρόφων είναι πιστεύουμε ικανοί να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα και πολύ περισσότερο, αν πρόκειται για κάτι καινούριο, ή απλά, για την επιστροφή του παλιού σε μια ομολογουμένως κρίσιμη χρονική στιγμή. Το πρόβλημα κάθε μορφής οργανωτικού συγκεντρωτισμού, ακόμη και αναρχικού, ο οποίος στο όνομα μιας προφασιζόμενης αποτελεσματικότητας που από την πλευρά μας δυστυχώς αδυνατούμε να κατανοήσουμε, δεν είναι μονάχα ότι από μεθοδολογικής αναρχικής άποψης είναι απαράδεκτος και επικίνδυνος για αυτό το λόγο και απορριπτέος, αλλά επίσης ότι πίσω από τη μορφή κάθε οργανωτικού συγκεντρωτισμού εδράζει ένα ακόμη φοβερότερο πρόβλημα, αυτό της ποσοτικής ψευδαίσθησης: (Αν γίνουμε πολλοί και δυνατοί μέσα σε μια καλά δομημένη αναρχική οργάνωση τόσο περισσότερο αυξάνουμε τις πιθανότητες να νικήσουμε). Ο οργανωτικός συγκεντρωτισμός οδηγεί αναπόφευκτα με την πάροδο του χρόνου και στην περίπτωση της μεγέθυνσης της δομής, σε μια φαινομενική αποτελεσματικότητα της οργάνωσης, αλλά στην ουσία σε ένα ενισχυόμενο φορμαλισμό και σκληρωτισμό του συνόλου των διαδικασιών και δραστηριοτήτων της, σε μια μορφή άτυπης εξουσίας των ειδικών που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναρχικοί. Αν και βρισκόμαστε στο εσωτερικό μιάς αναρχικής οργάνωσης εντούτοις υπάρχει η αίσθηση ότι οι λειτουργίες της είναι παρόμοιες με αυτές ενός κομματικού μηχανισμού.

7. Αντίθετα, η πρακτική εφαρμογή της αναρχικής μεθόδου στο εσωτερικό της ειδικής ή αν προτιμάτε πολιτικής αναρχικής οργάνωσης είναι πλήρως αποκεντρωτική, δηλαδή αφορμαλιστική, θα έπρεπε δηλαδή να εγγυάται την αποφυγή οποιουδήποτε φορμαλισμού και γραφειοκρατικής οργανωτικής σκλήρυνσης στην λειτουργία της οργάνωσης, όχι για το λόγο ότι οι αναρχικοί είναι καλύτεροι από τους άλλους επειδή κατέχουν κάποιου είδους «ιδεολογικής καθαρότητας», αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι θεωρητικά και πρακτικά θα ήταν οι μόνοι ικανοί να εφαρμόσουν παραδειγματικά την αναρχική μέθοδο. Αυτή η τελευταία αντιπαρατίθεται σαφώς στην πολιτική μέθοδο(συγκεντρωτική) είτε στο εσωτερικό της αναρχικής ειδικής οργάνωσης είτε κατ΄επέκταση στο εσωτερικό των μαζικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια των κοινωνικών αγώνων. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, το βασικό κοινωνικό όπλο και πλεονέκτημα που οι αναρχικοί εξακολουθούν να διαθέτουν σήμερα, απέναντι στους πολιτικούς εξουσιαστές, διότι μονάχα η εφαρμογή της αναρχικής μεθόδου μέσα στους κοινωνικούς ταξικούς αγώνες είναι δυνατόν να παραμερίσει καταστρέφοντας κάθε πολιτική ουτοπία, διανοίγοντας ταυτόχρονα τις πύλες της κοινωνικής επανάστασης, όντας η μοναδική που οργανωτικά μπορεί να επιτύχει τη σύζευξη μεταξύ χρησιμοποιούμενων μέσων και απώτερου στρατηγικού στόχου.

8. Όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ σχετικά με την, σε γενικές γραμμές, περιγραφή της εξέλιξης της διαμάχης περί του οργανωτικού ζητήματος στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος στη Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, δεν σημαίνουν σε καμιά περίπτωση, κατά την άποψή μας, ότι ούτε εξαντλούν το κεφαλαιώδους σημασίας αυτό ζήτημα αλλά ούτε και πολύ λιγότερο ότι, κατά τη διάρκεια της διαπάλης αυτής τα τελευταία 30 χρόνια , τα θεωρητικά και πρακτικά αυτά προβλήματα, πέραν της απλής καταγραφής τους, έχουν εμπεδωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος, ή του χώρου, ή ότι άλλο προτιμάτε. Οι λόγοι είναι πολυδιάστατοι και δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε τώρα σε αυτούς. Εντελώς συμβολικά όμως, και για τη διευκόλυνση της συζήτησης, θα αναφερθούμε σε δύο κομβικά, κατά την άποψή μας, χρονικά και ιστορικά σημεία της εξέλιξης αυτής της διαμάχης στη Ελλάδα. Τόσο για να θυμούνται οι παλαιότεροι όσο και για να μαθαίνουν οι νεώτεροι. Όσον αφορά από τη μια το συγκεντρωτικό οργανωτικό μοντέλο της αναρχικής οργάνωσης σύνθεσης, κομβικό σημείο υπήρξε, αλλά την εποχή του απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του αναρχικού χώρου, η πρόταση σύστασης της Ένωσης αναρχικών, το 1987. Όσον αφορά από την άλλη, το αποκεντρωτικό οργανωτικό μοντέλο της αφορμαλιστικής αναρχικής οργάνωσης, κομβικό χρονικό σημείο υπήρξε, και την εποχή του απορρίφθηκε επίσης-τουλάχιστο από την πλειοψηφία των οργανωμένων συνιστωσών του κινήματος-, το 2000. Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι η τελευταία αυτή πρόταση, σε περίπτωση που γίνονταν αποδεκτή, είχε και μια διεθνή διάσταση.

9. Τα παραπάνω τα επισημαίνουμε με στόχο να διευκρινίσουμε επίσης ότι και κατά την άποψή μας –που συμβαίνει να συμπλέει ως προς το οργανωτικό ζήτημα με την δεύτερη πρόταση-δεν αντιστοιχεί σε καμμιά απολύτως περίπτωση με την αλήθεια ότι το εγχώριο αναρχικό κίνημα, παρότι διαθέτει αναμφισβήτητα-λόγω ιστορικών καταβολών και συγκυριών-μια ως επί το πλείστον αφορμαλιστική δομή στο εσωτερικό του, αλλά επίσης και σε σχέση με τη δράση και τη διασύνδεσή του με το ευρύτερο ταξικό κίνημα των εκμεταλλευόμενων, εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει σε καμμιά απολύτως περίπτωση, επαναλαμβάνουμε, ότι το κίνημα στο σύνολό του έχει επίσης εμπεδώσει επαρκώς και τις ίδιες τις οργανωτικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις του αναρχικού αφορμαλισμού. Αυτό το πράγμα συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι αυτές οι διεργασίες, ενώ προτάθηκαν δημοσίως στο εσωτερικό του, δεν βρήκαν όπως προείπαμε καμμιά, τουλάχιστο μεθοδολογική, συνέχεια από το 2000 και εφεξής όσον αφορά πάντοτε το σύνολο του κινήματος.

10. Βάσει λοιπόν των όσων εκθέσαμε μέχρι στιγμής όσο συνοπτικότερα ήταν δυνατό να γίνει από πλευράς μας, θεωρούμε ότι αποτελεί τουλάχιστον πολιτική αφέλεια, για να μην πούμε για την ώρα τίποτε περισσότερο, η διατύπωση-από πλευράς των φορέων της πρότασης για την «αναρχική πολιτική οργάνωση»-της με οποιοδήποτε τρόπο πολιτικής ταύτισης του αναρχικού εξεγερσιακού αφορμαλισμού, σαν συγκεκριμένης θεωρητικο-πρακτικής τάσης στο εσωτερικό του διεθνούς αναρχικού κινήματος σήμερα, με έννοιες και πρακτικές νοοτροπίες όπως αυτές του «αυθορμητισμού», της «ασυνέπειας» της «έλλειψης δέσμευσης», της «ευκαιριακότητας», της «συνειδητής ή μη αποχής από τις συλλογικές διαδικασίες», «της έλλειψης πολιτικών κριτηρίων», «της ανικανότητας να θέσει με κοινωνικούς όρους το ζήτημα της επανάστασης», του «περιορισμού στα όρια της απλής διαμαρτυρίας και καταγγελίας» της σε τελική ανάλυση «αδυνατότητας χάραξης μακροπρόθεσμων στρατηγικών δόμησης και οργάνωσης του αγώνα». Αν όλες οι παραπάνω συγκεκριμένες διατυπώσεις που χρεώνονται συλλήβδην και μαζικά στο αναρχικό εξεγερσιακό αφορμαλιστικό μοντέλο δεν αποτελούσαν στο σύνολό τους, τίποτε περισσότερο από δείγμα πολιτικής ελαφρότητας, αφέλειας και αρκετής δόσης άγνοιας, από πλευράς των φορέων τους, τότε, τα πράγματα θα ήταν πραγματικά τραγικά, όχι φυσικά για το αναρχικό εξεγερσιακό αφορμαλιστικό μοντέλο που αναρωτιόμαστε αν τελικά υπάρχουν έστω και ελάχιστοι σύντροφοι στην Ελλάδα που το λαμβάνουν υπόψη τους, αλλά αντίθετα, τα πράγματα θα ήταν τραγικά για το σύνολο του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτό το τελευταίο δεν θα είχε κατορθώσει να επιτύχει απολύτως τίποτα , μέχρι σήμερα, αν είχε διαπράξει το σφάλμα-σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις των φορέων του κειμένου για μια «αναρχική πολιτική οργάνωση»-να πάρει στα σοβαρά υπόψη του το προαναφερόμενο μοντέλο.

11. Τέλος, επειδή θεωρούμε και εμείς από την πλευρά μας ότι σεβόμαστε και εκτιμούμε τόσο την ιστορία όσο και την παράδοση του αναρχικού κινήματος, θα υπενθυμίσουμε με τη σειρά μας το παλιό αναρχικό πολιτικό συμπέρασμα-πάνω στη βάση των φιλοσοφικών αναλύσεων και διαισθήσεων του Μαξ Στίρνερ- ότι, η αντίθεση μεταξύ ατομισμού και κομμουνισμού αποτελεί μια φαινομενική αντιπαράθεση που οδηγεί σ΄ένα ψευδές πρόβλημα: αυτό της αντίθεσης μεταξύ ατόμου και συλλογικότητας, η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Και αυτό φυσικά το θεμελιώδες πολιτικό συμπέρασμα ισχύει μόνο μέσα από μια αναρχική μεθοδολογική προσέγγιση των κοινωνικών πραγμάτων και όχι ίσως μέσα από μια φιλελεύθερη αναλυτική προσέγγιση, η οποία πολύ λογικά αναπαράγει την σχιζοφρένεια μέσα στην οποία βρίσκεται σήμερα είτε το άτομο είτε η κοινότητα, αποστερημένα αμφότερα από την ταυτότητά τους, εξαιτίας της θεσμικής δράσης που εξασκούν πάνω τους το κράτος και το κεφάλαιο. Η αγάπη μας αυτή για την αναρχική παράδοση μας οδηγεί σε ένα επιπλέον συμπέρασμα όσον αφορά την εν προκειμένω συζήτηση περί του οργανωτικού ζητήματος. Δεν είναι δυνατό πάνω σε μια σοβαρή προοπτική συζήτησης σχετικά με την οργάνωση σήμερα, να μην θεωρηθεί σε ισότιμη βάση η συμμετοχή σ΄αυτή την διαδικασία είτε των ομάδων είτε των ατόμων. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από την αρχή της ισοτιμίας δεν αποτελεί παρά μια νέα προκρούστια κλίνη, αναρχική μεν, προκρούστια δε. Τη στιγμή που το κόμμα του Μαρξισμού αν δεν έχει οριστικά πεθάνει, αργοπεθαίνει, είναι αδιανόητο οι αναρχικοί να επιχειρούν να το ξαναβάλουν από το παράθυρο.

Αναρχικοί και Αναρχικές για την αφορμαλιστική εξεγερσιακή οργάνωση.

Προσθέστε περισσότερες πληροφορίες

συζήτηση πάνω σε αυτό το αρθρο
1458253
το κείμενο – κάλεσμα για μια αναρχική πολιτική οργάνωση
από βρίσκεται 21:54, Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013
εδώ

μια πρώτη απόπειρα εισαγωγής στους λόγους που γέννησαν την επιθυμία ύπαρξης αυτού του site

αναδημοσίευση, αρχικά, κάποιων ενδιαφέροντων κειμένων

 

Κατάληψη με θέα

3,2 εκατομμύρια γάλλοι και γαλλίδες δεν έχουν πρόσβαση σε κατοικία με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης σύμφωνα με την γαλλική στατιστική υπηρεσία. Τα 12 τελευταία χρόνια οι τιμές τον ακινήτων και των ενοικίων έχουν διπλασιαστεί. Οι εξώσεις έχουν αυξηθεί κατά 132% τα τελευταία δέκα χρόνια. Την ίδια στιγμή 2 εκατομμύρια σπίτια μένουν άδεια, εκ των οποίων οι 40.000 εντοπίζονται στο Παρίσι.

Το ζήτημα της στέγασης είναι ένα από τα πιο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα στην Γαλλία, που καμιά κυβέρνηση δεν θέλει να αγγίξει.
Η μαύρη Πέμπτη (jeudi noir) είναι μια ομάδα που εδώ και χρόνια αγωνίζεται για το δικαίωμα στην στέγαση. Για την νέα χρονιά μας είχαν μια έκπληξη. Σήμερα είναι τα εγκαίνια μιας νέας κατάληψης στέγης με θέα… τα ηλύσια, την προεδρική κατοικία.
Μα ούτε ο Σαρκοζύ πληρώνει νοίκι !
Το κτίριο που κατέλαβαν δεν έχει χρησιμοποιηθεί από το 2006 και υπήρξε η έδρα μιας γνωστής ασφαλιστική εταιρείας. Η κατάληψη αυτή όμως δεν είναι η πρώτη. Ήδη από το το 2007 η ομάδα έχει προχωρήσει σε διάφορες καταλήψεις στέγης με πιο πρόσφατη αυτή στην πλατεία Vosge η οποία εκκενώθηκε από τις δυνάμεις της « τάξης » τον οκτώβρη.
Ένας από τους νέους κατοίκους του κτιριού εξηγεί : Με τη σύζυγο και τις δύο κόρες μου ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα 40 τετραγωνικών για το οποίο πληρώναμε 1000 ευρώ. Εδώ έχουμε ένα χώρο 60 τετραγωνικών…

Εκκένωση της κατάληψης Brunnenstrasse 183 μετά από 20 χρόνια

Ακριβώς ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα η κατάληψη Brunnenstrasse 183, λίγα κτίρια μακριά απ΄το Α(narchist)-Laden (Brunnen 7) εκκενώθηκε μετά από αίτημα του ιδιοκτήτη.

Το βίντεο που ακολουθεί (στα γερμανικά) είναι από την εκκένωση

Γύρω στους 700 μπάτσους έκλεισαν το δρόμο. Στις 25 Νοεμβρίου 2009 καλέστηκε πορεία για το απόγευμα ενάντια στην εκκένωση της κατάληψης και στον κίνδυνο να εκκενωθούν κι άλλες.

Πάντως θα δείτε πολλά «Αλφάδια» στο βίντεο, αλλά δε μας φαίνεται σαν χώρος του αληθινού αναρχισμού. Κάποιοι άνθρωποι που αυτο-προσδιορίζονται ως αναρχικοί έμεναν εκεί (πριν από κάποια χρόνια και πρώην μέλος του A-Laden), αλλά τα τελευταία 2 χρόνια το σπίτι «σάπισε» λίγο όχι μόνο στην ουσία αλλά και στα μέλη του.

Νιώθαμε ότι ήταν προβληματικό να υπερασπιζόμαστε άτομα επιθετικά, τα οποία μέρα με τη μέρα συμπεριφέρονταν σαν κάποιοι μεθύστακες που στέκονταν στην είσοδο του σπιτιού, ίσως κάνοντας χρήση ναρκωτικών, τα οποία επίσης πουλιόνταν στην άλλη μεριά του δρόμου στο Weinberg Parc. Δεν ήταν απαραίτητα όλα τα φρικιά κάτοικοι της κατάληψης αλλά έδιναν τη χειρότερη εντύπωση για το σπίτι.

Παλιοί αγωνιστές που χρησιμοποιούσαν το σπίτι επίσης ενοχλούνταν. Κάποιοι έφυγαν και η αλληλεγγύη έγινε προβληματική, λόγω και κάποιων σκληρών δηλώσεων που έκανε η B183.

Πάντως, είναι ένα μακροχρόνιο εγχείρημα για να χαθεί, 20 χρόνια μετά την ίδρυσή του στη «Στροφή» (Wende) και το περίφημο πρώτο «Umsonstladen» (Είδη Δώρων), όπου μπορούσες να πάρεις και να δώσεις αγαθά ελεύθερα, και τώρα είναι παρελθόν.

Κάποια άλλα σπίτια στο Βερολίνο όπως η Linienstrasse 206 στη γειτονιά και η Liebigstrasse 14 είναι επίσης υπό πίεση από τους ιδιοκτήτες ώστε να εκκενωθούν. Αυτά τα σπίτια σίγουρα αξίζουν πιο πολύ για να τα υπερασπιστούμε ενάντια στον καπιταλισμό. ΚΑΝΕΝΑ σπίτι δεν πρέπει να εκκενωθεί!

Επίσης, θα μπορούσαμε να ξαναφτιάξουμε τη B183, αν υπήρχε περισσότερη διάθεση να βρεθούν λύσεις. Ακόμα και το Berlin Senat συμφωνούσε να κρατηθεί το σπίτι σαν«εγχείρημα καλλιτεχνών» αλλά η αναζήτηση κέρδους ήταν πιο δυνατή, όπως συχνά συμβαίνει στο Βερολίνο.
Αποχές και καταλήψεις στα πανεπιστήμια, νέες εκκενώσεις σπιτιών… Θα δούμε ένα «καυτό» φθινόπωρο στην πρωτεύουσα;

από LPA (Libertarian Press Agency) Berlin

Δείτε επίσης στα Γερμανικά

http://www.indymedia.org/el/2009/06/925744.shtml

http://de.indymedia.org/2009/11/266915.shtml

http://stressfaktor.squat.net/

http://brunnen183.blogsport.de/

 
 
Κατάλαβε το, αφεντικό !!

 Rosa Nera 04 25th, 2012|
Οι καταλήψεις και η αυτο-οργάνωση των καταπιεσμένων στέκονται ενάντια σε κάθε λογής εκμεταλλευτές, εξουσιαστές, ιδιοκτήτες, φασίστες και αφεντικά. Το τελευταίο διάστημα το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό των εκμεταλλευτών επιχειρεί – με μια σειρά από νομικές και αστυνομικές επιθέσεις – να χτυπήσει τη δημιουργικότητα, τις αξίες και τις σχέσεις που παράγουν οι συλλογικές κατακτήσεις των καταλήψεων στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων και του ταξικού ανταγωνισμού. Πρόσφατα, οι επιθέσεις αυτές στοχοποίησαν την κατάληψη Λέλας Καραγιάννη στην Αθήνα, όπως και την κατάληψη της δημοτικής αγοράς της Κυψέλης. Μετά από διαδήλωση αλληλεγγύης στις καταλήψεις και τους αυτό-οργανωμένους χώρους, επιχειρήσεις καταστολής οργανώνονται το Μάρτιο ενάντια στην Κατάληψη Ελαία και στην κατάληψη Δράκα στην Κέρκυρα. Λίγο αργότερα οι κατασταλτικοί μηχανισμοί επιτίθενται στο στέκι Baruti στο πλαίσιο της καταστολής των διαδηλώσεων διαμαρτυρίας στις επαίσχυντες παράτες των αφεντικών. Τις ίδιες μέρες στην Αθήνα, φασίστες ή/και παρακρατικοί πότε με την κάλυψη ανδρείκελων της ομάδας Δίας και πότε με την κάλυψη περιπολικών της ασφάλειας Αθηνών δημιουργούν προβοκάτσιες στην περιοχή της κατάληψης Πατησίων και Σκαραμαγκά. Το κοινωνικό κέντρο ΒΟΞ και η κατάληψη Βαλτετσίου 60 πριν λίγες μέρες δέχονται επίθεση από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, εκκενώνονται, σφραγίζονται κα συλλαμβάνονται 3 σύντροφοι. Την επόμενη μέρα γίνεται ανακατάληψη του ΒΟΞ από εκατοντάδες κόσμο.
 Αντίθετες στις αντι-κοινωνικές αηδίες του ατομισμού, του κέρδους, των εθνικισμών, των κρατικών πολέμων, του ρατσισμού, της πατριαρχίας, της “ασφαλούς” ιδιώτευσης και υποκρισίας, οι καταλήψεις του ανταγωνιστικού κινήματος τραβούν το δύσκολο μονοπάτι της ανακάλυψης, της ενίσχυσης και της δημιουργίας σχέσεων αλληλεγγύης και συντροφικότητας με όλες εκείνες τις αντιστάσεις που εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή – ως ένα ακόμα πεδίο της ταξικής πάλης.
 Οι καταλήψεις στέγης, όπως και οι καταλήψεις για τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών κέντρων αντίστασης αποτελούν οργανικό κομμάτι όλων των κινημάτων ενάντια στην εκμετάλλευση και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
 Η μεγάλη ιστορία των καταλήψεων είναι αναπόσπαστο μέρος των νεότερων εγχειρημάτων όλων εκείνων των ανθρώπων που επέλεξαν μέσα από μια αντι-γραφειοκρατική πολιτική κοινωνικοποίηση να οικοδομήσουν διαφορετικά παραδείγματα αντίστασης, αυτο-οργάνωσης και κοινωνικής ή/και επαναστατικής χειραφέτησης. Οι δίκαιοι αγώνες οδηγούν όλο και πιο συχνά σε καταλήψεις, είτε μιλάμε για αχρησιμοποίητα κτίρια που καταλαμβάνονται για το δικαίωμα της στέγης, είτε μιλάμε για τη δημιουργία κέντρων αγώνα, είτε μιλάμε για χώρους εργασίας που καταλαμβάνονται από τις εργάτριες και τους εργάτες.
 Οι εκμεταλλευτές έχουν κάθε λόγο να επιτίθενται στις καταλήψεις. Πόσο μάλλον τώρα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα καταλαμβάνουν τους εργασιακούς τους χώρους ως τρόπο αντίστασης σε απολύσεις ή λουκέτα, όπως και τώρα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα καταλαμβάνουν χώρους υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα στη στέγη. Στις μέρες που ζούμε, αυτό που η οικονομία των δολοφόνων ονομάζει κρίση, στη δική μας γλώσσα μεταφράζεται : H «κρίση» δεν είναι παρά όλοι εκείνοι οι θεσμικοί, στρατιωτικοί και ιδεολογικοί εκβιασμοί των εθνικών κρατών των αφεντικών, ώστε να εντείνουν ακόμα περισσότερο την υποτίμηση και την εκμετάλλευση τη ζωής και της εργασίας όλων των καταπιεσμένων του πλανήτη.
 Καθώς τα καπιταλιστικά σχέδια χτίζονται πάντα πάνω σε πτώματα, ο ολοκληρωτισμός τους ταιριάζει γάντι. Στον ελλαδικό χώρο, τα ντόπια αφεντικά και οι σύμμαχοι τους τον χτίζουν οργανώνοντας τα συμφέροντα τους και ματώνοντας τα Βαλκάνια και τους εργάτες εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, αρκετά πριν ανακαλύψουν κάποιοι, μόλις πρόσφατα έκπληκτοι, πως ο καπιταλισμός μπορεί να προδώσει ακόμα και τους πιο πιστούς υπηκόους του. Τα αφεντικά και οι εθνικιστές λακέδες τους ποντάρουν στη συναίνεση του εθνικού κορμού ως προς κάθε πιθανή πρόσοδο που θα απέφεραν τα εγκλήματα του ελληνικού κεφαλαίου εντός και εκτός των συνόρων του, αλλά κυρίως κανονίζουν τα κουμάντα τους χάρη στην όποια αδυναμία μας στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης ανάμεσα στους καταπιεσμένους, στην όποια αδυναμία μας να χτίσουμε την οριζόντια οργάνωση της ταξικής μας αντεπίθεσης.
Αυτό που αναλογεί στις καταλήψεις, ως θύλακες αντίστασης, είναι να συνεχίσουν να υψώνουν οδοφράγματα ενάντια στην επικυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και τους φασισμούς που συνεπάγεται. Πολύ περισσότερο να εντείνουν και άλλο τις σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ τους, όπως και τις άμυνες τους ενάντια στις (αστυ)νομικές και ιδεολογικές επιθέσεις των κρατικών μηχανισμών.
 Οι καταλήψεις που έρχονται θα παίξουν ρόλο. Ως σχέσεις, ως παραγωγή λόγου και δράσης και όχι απλώς ως υποδομές. Επιθυμία μας είναι ο κόσμος που οραματίζεται την αταξική κοινωνία, την ελευθερία την ισότητα και τη δικαιοσύνη, να αρχίσει να παίρνει στα χέρια του σημαντικές διαδικασίες παραγωγής και διανομής των αγαθών, όπως και να δημιουργεί συνεχώς τα δικά του συλλογικά μέσα. Τα πολλά άδεια σπίτια που υπάρχουν γύρω μας να στεγάσουν τώρα όλα τα όνειρα των καταπιεσμένων. Επανάσταση σημαίνει και να καταλάβουμε (με τη διπλή έννοια του όρου) αυτά που μας ανήκουν ως εργάτριες και εργάτες. Και η δικαιοσύνη θα έρθει όταν τα μέσα, η διακίνηση και το νόημα της παραγωγής και της εργασίας θα είναι κοινά και δεν θα ανήκουν στους εκμεταλλευτές, τους εθνικιστές, τους σταλινικούς, τους γραφειοκράτες και τους πολεμοκάπηλους.

                    Εμπρός για νέες ταξικές, κοινωνικές              καταλήψεις!

αναδημοσίευση από: https://rosanera.squat.gr/

ΣΤΟΝ ΑΝΟΙΧΤΟ ΑΕΡΑ

Αυτό το κείμενο αναφέρεται σε ζητήματα καταστολής καθώς και σε τρόπους σκέψης και δράσης αναρχικών.

Σημειώσεις για τη καταστολή και σχετικά θέματα

Οι σημειώσεις που ακολουθούν γεννιούνται από μια ανάγκη: εκείνη του από κοινού προβληματισμού πάνω στην τρέχουσα κατάσταση για να βρεθεί το νήμα για μια πιθανή προοπτική. Αποτελούν τον καρπό διαφορετικών συζητήσεων στις οποίες είναι αναμιγμένες η κριτική ζυγαριά των περασμένων εμπειριών, η δυσαρέσκεια για τις πρωτοβουλίες της τρέχουσας πάλης και η ελπίδα για τις υπάρχουσες δυνατότητες. Δεν είναι η γραμμή μιας ομάδας σε ανταγωνισμό με μια άλλη. Ούτε έχουν καμιά αξίωση ή ψευδαίσθηση να καλύψουν τα κενά – της ζωής και των προσχεδιασμένων παθών – σε συμφωνία, λιγότερο ή περισσότερο επίσημη, πάνω σε κάποιες θέσεις. Αν περιέχουν δυσάρεστες κριτικές δεν είναι για να μετατραπούν σε αυτοσκοπό αλλά γιατί πιστεύω πως είναι ακόμη απαραίτητο να λέμε δυσάρεστα πράγματα. Όπως όλες οι λέξεις σ’ αυτό το κόσμο έτσι και αυτές θα έχουν μια ηχώ μόνο σ’ αυτούς που αισθάνονται μια τέτοια ανάγκη. Εν συντομία, μια μικρή βάση για κουβέντα ώστε να καταλάβει κάποιος τι μπορεί να κάνει και με ποιον.

 

«Οφείλουμε να εγκαταλείψουμε όλα τα μοντέλα και να εξετάσουμε τις δυνατότητές μας»

E.A.Poe

Γνωρίζουμε από εμπειρία πως μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της καταστολής είναι να σπέρνουν σύγχυση και να ενσταλάζουν τη δυσπιστία στους άλλους όπως και σε μας τους ίδιους, ή να καθορίζει άκαμπτες προσκολλήσεις σε ταυτότητες και σε περισσότερο ή λιγότερο παραλυτικές υποψίες. Με αυτή την έννοια, θα ήταν καλύτερο να εμβαθύνουμε σε ορισμένα προβλήματα, όσο το δυνατόν νωρίτερα. Ακολουθούνε χρόνια δύσκολα που θα ταρακουνήσουνε πολλές από τις πρακτικές και πνευματικές μας συνήθειες. Αν είναι αλήθεια πως η πιο επικίνδυνη προκατάληψη είναι αυτή του να πιστέυεις ότι κάποιος δεν έχει καμία προκατάληψη, θα μου άρεσε παρ’ όλα αυτά αυτές οι σημειώσεις να κριθούν για αυτό που λένε χωρίς προκατειλημμένες ερμηνείες. Μια τέτοια επιθυμία εξηγεί τον τόνο τους και ακόμη και το στυλ τους.

 

Ένα μη-κατοικήσιμο σπίτι

Η συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε μου φαίνεται να είναι εκείνη κάποιας που οχυρώνει τον εαυτό της μέσα σε τέσσερις τοίχους για να υπερασπιστεί ένα χώρο μέσα στον οποίο κανείς δεν έχει την επιθυμία να ζήσει. Όλη αυτή η κουβέντα για άνοιγμα, για διεύρυνση, για συμμαχίες κρύβει το γεγονός πως υπερασπιζόμαστε ένα κατεδαφισμένο σπίτι σε μια μη-κατοικήσιμη γειτονιά. Μου φαίνεται πως η μόνη οδός διαφυγής είναι να βάλεις φωτιά στις θέσεις άμυνας και να βγεις έξω στον ανοιχτό αέρα, αποτινάσσοντας την οσμή της μούχλας. Αλλά τι σημαίνει αυτό πέρα από τη μεταφορά;

Η εποχή στην οποία ζούμε είναι τόσο πλούσια σε αποδιοργάνωση που η ικανότητά μας να ερμηνεύουμε και ακόμη περισσότερο να προεικονίζουμε τα γεγονότα καταρρέει σαν να στηρίζεται σε χαλίκια. Αν αυτό ισχύει για όλους τους επαναστάτες, οι οπτικές του κόσμου και τις ζωής βασισμένες σε αυταρχικά και ποσοτικά μοντέλα έχουν βγει προς τα έξω ιδιαίτερα κακοποιημένες. Οι διαχειριστές, περισσότερο ή λιγότερο γνώστες αγώνων άλλων χειρίζονται μόνο άχρηστες πολιτικές αναπαραστάσεις συγκρούσεων ήδη ειρηνοποιημένων – οι αγώνες που ξεσπάνε μέσα από την ειρηνοποίηση δεν αφήνουνε χώρο στους διαχειριστές. Η ψευδαίσθηση του κόμματος – σε όλες τις παραλλαγές της – είναι τώρα πια το πτώμα μιας ψευδαίσθησης.

Η εξάπλωση, η ευθυγράμμιση και το χώρισμα των δυνάμεων στο πεδίο, στις μικρές όπως και στις μεγάλες συγκρούσεις, γίνονται όλο και πιο μυστηριώδεις. Εκείνο που ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν μας – μια ανομοιογενείς και μη αθροιστική οπτική της δύναμης, μια αποστροφή για τη δικτατορία του Αριθμού – ανταποκρίνεται εν μέρει στις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες και στις απρόβλεπτες πιθανότητες για ρήξη που αυτές κρύβουν. Από τις μεταλλάξεις της ίδιας της κυριαρχίας – μέσα από το δικό της δίκτυο δομών, τεχνολογίας και γνώσης – μέχρι γεγονότα όπως το τρέχων αντάρτικο στο Ιράκ, μπορούμε να πάρουμε κάποια μαθήματα. Φαίνεται ξεκάθαρα πως οι συγκρούσεις όλο και λιγότερο συμβαίνουν με τη μορφή της αναμέτρησης ανάμεσα σε δυο στρατούς ή δυο μέτωπα και όλο και περισσότερο με τη μορφή μυριάδων εξαπλωμένων και ανεξέλεγκτων δράσεων. Μια άρχουσα τάξη φτιαγμένη από χιλιάδες κέντρα ζωτικών σημείων ωθεί τους εχθρούς της να γίνουν απρόβλεπτοι. Έτσι ένας αποκεντρωμένος τρόπος αντίληψης δράσεων και σχέσεων είναι όχι μόνο πιο ελευθεριακός, αλλά και πιο αποτελεσματικός απέναντι στα δίκτυα ελέγχου. Αν μια τέτοια συνειδητοποίηση υπάρχει σε θεωρητικό επίπεδο, δεν καταφέρνουμε πάντα να τη διατηρήσουμε στις πρακτικές προτάσεις. Από τη μια επιβεβαιώνουμε πως η εξουσία δεν είναι μια γενική έδρα (αλλά περισσότερο κοινωνικές σχέσεις), αλλά από την άλλη προτείνουμε προσπάθειες που την απεικονίζουν ως τέτοια. Θεωρώ πως θα πρέπει να βρούμε τις μορφές δράσης που ταιριάζουν περισσότερο στα χαρακτηριστικά μας, στις (ποσοτικές και ποιοτικές) δυνάμεις μας. Δυστυχώς, ακόμη πιστεύουμε πως το να δρας σε μικρές ομάδες πρέπει απαραίτητα να σημαίνει να δρας απομονωμένα. Αυτός είναι ο λόγος που, μπροστά στις συλλήψεις συντρόφων και στη γενικευμένη αύξηση της καταστολής, αναδύονται πάντα οι συνήθεις προτάσεις: συλλαλητήριο, πορεία κ.τ.λ.. Φυσικά δεν είναι ζήτημα κριτικής αυτών των μορφών δράσης ως τέτοιες, αλλά η νοοτροπία που τις συνοδεύει συνήθως . Σε ορισμένα πλαίσια – στην παρούσα φάση, ιδιαίτερα στα τοπικά- η πορεία ή το συλλαλητήριο ίσως να έχουν τη σημασία τους σαν κομμάτι μια σειράς προσπαθειών. Αλλά όταν αυτός ο συνδυασμός ποικίλων μορφών δράσεων λείπει, και κυρίως όταν σκεφτόμαστε στα πλαίσια του στενού κύκλου συντρόφων, πιστεύω πως η επανάληψη συγκεκριμένων μοντέλων καταλήγει στο να δημιουργεί μια αίσθηση αδυναμίας και αναπαραγωγής του πασίγνωστου μηχανισμού των περισσότερο ή λιγότερο αγωνιστικών έτοιμων ραντεβού. Και εδώ επίσης, υπάρχει ανάγκη για φρέσκο αέρα. Ακόμη και αν οργανωθούμε με άλλους εκατό, αν θέλουμε μπορούμε να παρέμβουμε με ενδιαφέροντες τρόπους σε σχετικά τεράστιες πορείες. Αλλά αν υπάρχουν μόνο εκατό και αυτό είναι όλο, ας ρωτήσουμε, γιατί μια πορεία; Τι μπορούν να κάνουν εκατό σύντροφοι σε μια πόλη που ξέρουν τα σημεία-κλειδιά καλά; Τι έχουν να μας διδάξουν όλοι αυτοί οι αγώνες που, σε παγκόσμιο επίπεδο, ξαναανακαλύπτουν μια παθιασμένη και εν δυνάμει ανατρεπτική χρήση του αποκλεισμού;

Πολλοί έχουν επίγνωση πως το πρόβλημα της καταστολής δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στο περιβάλλον των επαναστατημένων. Η καταστολή, τόσο η άμεση όσο και η έμμεση, εμπλέκει ακόμα μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Είναι η απάντηση μιας άρχουσας τάξης που νιώθει τη γη να γλιστρά κάτω απ’ τα πόδια της, γνωρίζοντας το πόσο μεγάλο γίνεται το κενό ανάμεσα στη γενική δυσαρέσκεια και τις ικανότητες των ιστορικών υπηρετών της (κόμματα και συνδικάτα). Χωρίς να εξετάσουμε τους λόγους όλων αυτών εδώ, φτάνει να πούμε πως οι ανατρεπτικοί μιλάνε τόσο πολύ για τις φυλακές, επειδή είναι τόσο ευκολότερο να καταλήξουν μέσα, και συγχρόνως, αισθάνονται την ανάγκη να μην περιορίσουν τους εαυτούς τους, εντός της ολότητας της ζωής, στην υπεράσπιση των συλληφθέντων συντρόφων τους. Εδώ ξεκινάνε τα προβλήματα. Αν κανείς δεν καταφέρει να αντιτεθεί στη καταστολή ανεξάρτητα απ’ το ατομικό, τότε θα καταλήξει ο καθένας να υπερασπίζεται τους δικούς του φίλους και συντρόφους, αυτούς με τους οποίους μοιράζεται ιδέες, πάθη και σχέδια – και αυτό είναι αναπόφευκτο. Η αλληλεγγύη ενάντια στη καταστολή που χτυπά τους επαναστάτες με τους οποίους δεν έχουμε καμία εγγύτητα πρέπει να διαχωριστεί ξεκάθαρα από τη στήριξη πολιτικών πλάνων που δεν πιστεύουμε πως αντιτίθενται κάθετα στις αντί-πολιτικές μας επιθυμίες. Τώρα όσο περιορίζουμε τη σφαίρα των προσπαθειών μας στους επαναστάτες, τόσο περισσότερο ρισκάρουμε να δώσουμε ένα χέρι αναβίωσης σε θεωρίες που ήταν ευτυχώς στα χαλάσματα. Από την άλλη όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η σφαίρα τόσο ευκολότερο φαίνεται πως είναι να διακρίνεις τα δύο επίπεδα (αυτό της αλληλεγγύης ενάντια, και αυτό της αλληλεγγύης με, δηλαδή συνενοχή). Επομένως είναι αρκετά εκπληκτικό πως, παρά την επίγνωση της κοινωνικής και καθολικής εμβέλειας της κατασταλτικής λεπίδας , η “λύση” που προτείνεται από τις περισσότερες πλευρές είναι ενότητα δράσης ανάμεσα… στα επαναστατικά στοιχεία. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν απομονωνόμαστε απλά από το υπόλοιπο των εκμεταλλευόμενων που αισθάνονται το βάρος του κοινωνικού ελέγχου και της αστυνόμευσης σαν εμάς, αλλά επιπλέον κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας όσον αφορά μια σημαντική παράμετρο: μια τέτοια “ενότητα δράσεων” έχει ένα τίμημα (ίσως όχι άμεσα αν οι σχέσεις τη δύναμης είναι ευνοϊκές, αλλά σίγουρα μακροπρόθεσμα). Αν αντί για εκατό αναρχικούς, υπάρχουν εκατόν πενήντα άνθρωποι εμπλεγμένοι σε μια προσπάθεια επειδή συμμετέχουν πενήντα μαρξιστές-λενινιστές, και για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να υπογράφουμε μανιφέστα και φυλλάδια γραμμένα σε μια σχετικά αδιαπέραστη διάλεκτο, είναι αυτό πραγματικά “επέκταση”; Δεν θα ήταν ενδεχομένως πιο σημαντικό μόνο δέκα άτομα να οργανώνουμε μια προσπάθεια που να αντιμετωπίζει προβλήματα αντιληπτά από πολλούς και να εκφράζει περιεχόμενα πιο κοντά στους δικούς μας τρόπους σκέψης και αισθήματα; Όσο για την αλληλεγγύη που σχετίζεται ειδικά με τους ανθρώπους μέσα, υπάρχουνε αρκετές διαφορετικές μορφές…

Δεν θέλω αυτή η στάση να ερμηνευτεί σαν ένα «ιδεολογικό κλείσιμο» ή σαν μια τάση για ηγεμονία πάνω σε άλλες ομάδες. Ακριβώς για να αποφύγω να λογοδοτήσω με όρους ακρωνύμιων, βεβιασμένων ιδεολογικών ερμηνειών και επισημοτήτων, το καλύτερο είναι να διατηρούμε τις προτάσεις μας ευρείς και καθαρές, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ομάδα ατόμων να δρα ως αντιπρόσωπος, αλλά η καθεμία που αισθάνεται εμπλεκόμενη να μιλά για τον εαυτό της. Μετά απ’ αυτό όποιος θέλει να συμμετέχει σαν ίσος ανάμεσα σε ίσους είναι ευπρόσδεκτος. Αν άλλοι επαναστάτες εφαρμόσουν τις ίδιες μεθόδους θα είναι καλό για όλους. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα συμμαχίας βασισμένη σε αμοιβαία εύνοια που τη βρίσκω ασφυκτική. Ενωμένα μέτωπα, ενότητα στις δράσεις ανάμεσα στις επαναστατικές δυνάμεις – πέρα από κάθε συγκεκριμένο αντικείμενο αγώνα στον οποίο όλοι όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να συνευρεθούν είτε είναι σύντροφοι είτε όχι – είναι κομμάτι της υπεράσπισης του μη-κατοικήσιμου σπιτιού, για μένα. Και αυτό άσχετα με το κατά πόσο αυτοί οι τύποι ίσως να είναι καλοί, σωστοί ή συμπαθητικοί άνθρωποι. Είναι ζήτημα προοπτικής. Κάποτε απαντώντας στον Bordiga, ο Malatesta είπε: «Αν όπως ισχυρίζονται οι Μαρξιστές, η διαφορά ανάμεσα σε μας και σ’ αυτούς δεν είναι τόσο ουσιαστική, αντί να μας κάνουνε να συμμετέχουμε στις επιτροπές τους, γιατί δεν έρχονται στις δικές μας;» Να κάνουμε πράγματα μεταξύ αναρχικών τότε; Σε καμία περίπτωση. Να δρούμε πάνω σε ξεκάθαρα θεμέλια (foundations), ακόμα και σε μικρές ομάδες, αλλά να απευθυνόμαστε σε όλους τους εκμεταλλευόμενους και τους δυσαρεστημένους με την κοινωνική φυλακή. Και να συμπεριλαμβάνουμε σε ό,τι κάνουμε και λέμε – είτε είναι ένας αγώνας ενάντια στους κλίβανους αποτέφρωσης απορριμάτων, ενάντια στις εξώσεις, είτε για στέγαση- το πρόβλημα των φυλακών (και συνεπώς των συντρόφων μας μέσα). Να μην παραθέτουμε ούτε να κολλάμε το «ζήτημα των φυλακών» στο υπόλοιπο, αλλά να εκθέσουμε τις πραγματικές συνδέσεις στη βάση της κοινής εμπειρίας. Κάθε αυτόνομος αγώνας αργά ή γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με στη καταστολή (είτε την αντιμετωπίζει ανοιχτά, είτε υποχωρεί για να την αποφύγει). Οι καταλήψεις στέγης θέτουνε εξίσου το πρόβλημα της αστυνομίας, των συμφερόντων που υπερασπίζεται, των γκέτο και των κελιών. Η κοινωνική αυτο-οργάνωση είναι πάντα αυτο-άμυνα ενάντια στη καταστολή

Κάνοντας άλμα στη καρδιά της ευκαιρίας

Κατά μια εκτίμηση, έχουμε μια ευκαιρία: την ευκαιρία να παρέμβουμε στις κοινωνικές συγκρούσεις – παροντικές και επερχόμενες – χωρίς διαμεσολάβηση. Αν οι ακόλουθοι δεύτερης διαλογής των εξουσιαστικών δυνάμεων που έχουν καταπνίξει τόσο πολλά ανατρεπτικά κίνητρα βρίσκονται κουρελιασμένοι με όρους αριθμών και πλάνων, γιατί θα πρέπει εμείς να τους βοηθήσουμε με τα προβλήματα τους; Γιατί να χάνουμε χρόνο ανάμεσα σε μούμιες όταν ένας δυνατός άνεμος φυσά; Αυτοί κάνουν πολιτικούς υπολογισμούς, όχι εμείς. Στην πρακτική εμπειρία θα φανεί ποιος πιστεύει πραγματικά στην αυτό-οργάνωση. Εμείς βασιζόμαστε σε αυτό.

Mε τη γενική ρεφορμιστική υποχώρηση, οι λιγοστές πραγματικότητες για τις αντικαπιταλιστικές και αντιθεσμικές θέσεις είναι σαν φωτιά τη νύχτα – και έτσι ο πειρασμός να τις κρατήσεις σφιχτά δεμένες στη μια πλευρά κάποιων οδοφραγμάτων, είναι δυνατός. Αλλά η δύναμη μας δεν είναι εκεί. O Fourier είπε πως ένα πάθος είναι επαναστατικό αν επιφέρει μια άμεση αύξηση στην απόλαυση της ζωής. Αυτό μου φαίνεται να είναι το πιο αξιόπιστο standard. Γνωρίζω από την εμπειρία μου πως διάφοροι νέοι άνθρωποι έχουν αγκαλιάσει κάποιες αναρχικές πραγματικότητες γιατί έχουν ανακαλύψει πως με αλληλεγγύη και με το θάρρος των ιδεών τους, ζουν καλύτερα. Γιατί; Επειδή το βάρος της άνεσης και της δουλειάς δεν είναι τόσο βαρύ αν το αντιμετωπίσουμε μαζί, επειδή η παράνομη συμπεριφορά είναι μεταδοτική για αυτούς που αγαπάνε την ελευθερία, επειδή οι σχέσεις αγάπης χωρίς περιορισμούς μπορούν να είναι πιο ειλικρινείς και εκπληρωτικές, επειδή στην ένωση της σκέψης και της δράσης όπως είπε η Simone Weil, η συμφωνία του πνεύματος με το σύμπαν ανανεώνεται. Έπειτα εδώ είναι ο ενθουσιασμός που θα πρέπει να τροφοδοτήσει τις πρακτικές μας – ο ενθουσιασμός της σκεπτόμενης ανύψωσης, όχι της ανόητης ελαφρότητας. Επειδή «το να φέρνεις τον πανικό στην επιφάνεια των πραγμάτων» είναι συγκλονιστικό επειδή δεν υπάρχει γιορτή χωρίς ρήξη της πραγματικότητας. Ας αφήσουμε ορισμένες λέξεις των λυπημένων ………… σε άλλους και ας αποφύγουμε τις μεθόδους που η εξουσία γνωρίζει και περιμένει.

Δεν θα καταφέρουμε να διασχίσουμε το ποτάμι στο οποίο βρισκόμαστε τώρα με μεμονωμένες προσπάθειες, όσο καλές και να είναι. Θα ήταν καλύτερο να πούμε πως θα πάρει αρκετό καιρό. Να βρούμε εγγύτητα, να πειραματιστούμε με καινούριες διαρθρωμένες και ευφάνταστες μορφές συλλογικής δράσης, να κοροϊδέψουμε τον αστυνομικό έλεγχο, αυτές είναι δυνατότητες που μπορούμε να επαναεφεύρουμε ανάμεσα σε χιλιάδες εμπόδια. Κάποιος ίσως να απαντήσει “Ναι αλλά στο μεταξύ υπάρχουν σύντροφοι μέσα, η καταστολή μας ακολουθεί”. Όμως, δεν είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσαμε να αναλάβουμε για τους φυλακισμένους συντρόφους, να κάνουμε αυτές τις απαιτήσεις για ζωή, για τις οποίες αυτοί κρατούνται, να γίνουν κοινωνικά επικίνδυνες. Υπό αυτή την έννοια είναι άχρηστο να κοιτάμε μέσα σε πολιτικούς καθρέφτες που μας λένε πως δεν είμαστε γυμνοί. Καλύτερα μια συνειδητή γύμνια από οποιοδήποτε ρούχο πλεγμένο από αυταπάτες. Καλύτερα να ξεκινήσεις ξανά από την αρχή, μακριά από τη δυσωδία των πτωμάτων και των ιδεολογικών σκουπιδιών, ακατανόητων στους ανεπιθύμητους αυτού του κόσμου.

Επομένως από τόσες πολλές πλευρές, υπάρχει μια ανάγκη για ένα δυνατό ρήγμα που φέρνει ανήκουστες συμπεριφορές σε ατομικές σχέσεις όπως και στις δημόσιες πλατείες. Όχι με μια δραματική και αυτό-προωθητική έννοια προτιμούμενη ως είδος με μια καλλιτεχνική πινελιά – σαν διαβόητο πτώμα – αλλά με την έννοια μια νέας ανάγκης για ζωή που επιβεβαιώνει τον εαυτό της χωρίς ντροπή. Υπάρχει ανάγκη για ταξικό μίσος που δεν ξέρει πως να ερμηνεύσει τα παλιά παράπονα, και επιτίθεται στους χιλιάδες κόμπους της καθημερινής εκμετάλλευσης. Υπάρχει ανάγκη για μια ηθική ένταση που ποτέ δεν μπερδεύει καταπιεστές και καταπιεσμένους και που δεν σπαταλά την ανάσα της ενάντια στους σκλάβους της εξουσίας – επειδή επιζητά να απελευθερωθεί απ’ αυτούς, ακόμα και με βία, αλλά προκειμένου να ξεπεράσει τα όριά της. Υπάρχει ανάγκη για μια νέα γενναιοδωρία, οπλισμένη και αποφασιστική, ικανή να ανατρέψει τους υπολογισμούς των καταστηματαρχών των ημερών μας, ικανή να περιφρονήσει μια ατομική και κοινωνική συμπεριφορά που σχετίζεται με τα λεφτά. Εν συντομία υπάρχει μια ανάγκη να βρούμε νέους τρόπους να εκφράσουμε την ανυπόφορη πραγματικότητα αυτού του κόσμου – των δουλειών του και των σπιτιών του, της κατανάλωσης και της ηθικότητάς του – καθημερινά, συνεχόμενα, ακόρεστα. Ο κοινωνικός πόλεμος παίζει στις ζωές μας επειδή βρίσκεται στη καθημερινότητα που το κεφάλαιο υφαίνει τον ιστό της αλλοτρίωσης, της εξάρτησης, των μεγάλων και μικρών συνθηκολογήσεων. Εδώ είναι το άλφα και το ωμέγα της κοινωνικής ανατροπής.

Μην πεις πως είμαστε λίγοι

Πες μόνο πως είμαστε. Μ΄ αυτά τα λόγια ξεκινούσε ένα αντί-μιλιταριστικό αυτοκόλλητο πριν πολλά χρόνια. Έπειτα συνέχιζε λέγοντας πως ήταν μόνο μερικά μαύρα σύννεφα που σκοτείνιαζαν τον ουρανό. Αυτό δεν ήταν απλά ένα τέχνασμα αισιοδοξίας, αλλά επίσης μια αληθινή εμπειρία.

Εδώ και αρκετά χρόνια – τουλάχιστον δεκαπέντε – στο αναρχικό κίνημα της άμεσης δράσης (αυτό που είναι αυτόνομο από την Ομοσπονδία και από συνδικαλισμό, για να το ξεκαθαρίζουμε αυτό) έχει δοθεί σε γενικές γραμμές λίγη προσοχή σε κοινωνικές συγκρούσεις και σε περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές μορφές της αυτό-οργάνωσης των εκμεταλλευόμενων. Εκτός από τους ιστορικούς λόγους (τη μεγάλη ειρήνευση των 80’s), αυτό οφείλεται σε ένα πρόβλημα πνευματικής στάσης. Πολλοί σύντροφοι που μιλούσαν για εξέγερση – ένα αναμφισβήτητα κοινωνικό γεγονός – αντιλαμβανόταν την κοινωνία σαν ένα χώρο κατοικούμενο σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους δουλοπρεπείς και τους παραιτημένους. Έτσι με μια τέτοια οπτική παραμένουν αιωρούμενοι ανάμεσα σε διακηρύξεις αρχών και στην αποτελεσματική τους εμπειρία: διστακτικοί σε σχέση με μια ανοιχτά μοναχική εξέγερση, αργοί να ανοίξουν τη πόρτα σε συλλογικές δυνατότητες. (Ποιος ξέρει ίσως αυτό να είναι που δίνει ζωή σε μια κάποια έχθρα που έχει ξεχυθεί στις φιλονικίες μεταξύ συντρόφων). Παραπλεύρως αυτής της χαμηλής ευαισθησίας σε αγώνες που διαπερνούνε ογκώδεις οροσειρές – αλλά που παρ’ όλα αυτά προέρχονται από ογκώδεις οροσειρές – έχει αναπτυχθεί μια κάποια ικανότητα για αυτόνομη παρέμβαση με μια σημαντική εξάπλωση πρακτικών επίθεσης ενάντια στις δομές κυριαρχίας (ανάμεσα τους η πυρηνική βιομηχανία, ο στρατός, τράπεζες, εξοπλισμός τεχνολογικού ελέγχου και εργαστήρια ζωοτομίας). Τώρα κάτι αλλάζει, σαν μία μπερδεμένη ατομική ανάγκη να συνάντησε νέες κοινωνικές συνθήκες, και απ’ αυτό έρχονται οι σύντροφοι που μιλάνε απρόσμενα για ταξικό αγώνα, ίσως ακόμα και να παίρνουν δανεικές ερμηνείες και ορολογία από το μαρξισμό. Αυτό που συμβαίνει είναι πως συχνά, εκτός από τη ρητορική των φέιγ βολάν, η οπτική τους για την κοινωνία παραμένει η ίδια: εν συντομία πως περιβαλλόμαστε απ’ όλες τις πλευρές από συνενόχους της εξουσίας. Πιστεύω πως μια έλλειψη εμπειρίας σε άμεσα βιωμένους και υποκινούμενους κοινωνικούς αγώνες παίζει μέγιστο ρόλο σε όλα αυτά. Έχουν υπάρξει κάποιες τοπικές προσπάθειες χωρίς όμως ακόμα να προσεγγίζουν τυπικές θεσμικές δυσκολίες διευρυμένων συγκρούσεων. Για άλλη μια φορά και πάλι, βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Κάποιος πρακτικός αντικατοπτρισμός έχει γεννηθεί στη βάση των ποικίλων αποκλεισμών που έχουν γίνει από εργάτες και άλλους. Πολλοί από μας έχουν βάλει τον εαυτό τους σ’ αυτό, ζητώντας πολλά περισσότερα απ’ αυτούς τους αγώνες απ’ ότι αυτοί θα μπορούσαν να εκφράσουν – ασφαλείς έπειτα να κάνουν αναστροφή και να παραπονεθούν για τη δουλικότητα των εκμεταλλευμένων. Άλλες περιπτώσεις ούτε πρόκειται να λείψουν, ούτε μεγαλύτερη προσοχή από μέρους μας πρόκειται να λείψει. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.

Νομίζω πως δεν είναι ακόμα αυτός ο καιρός για να εγκαταλείψουμε τη γεύση της άμεσης δράσης σε μικρές ομάδες. Απλά θα ήταν καλύτερα να συνδεόταν με κοινωνικά περιεχόμενα, με αντιληπτή δυσαρέσκεια. Πόσες ευκαιρίες έχουμε χάσει ( από τη Γένοβα, κατά τη διάρκεια των αποκλεισμών των τρένων του θανάτου, μετά τη Νassiriya, κατά τη διάρκεια του Cap Anamur, κ.τ.λ.); Ο χρόνος είναι το στοιχείο στο οποίο τα ανθρώπινα όντα ζούνε, και η εξέγερση είναι φτιαγμένη από ευκαιρίες. Θα πρέπει να μελετήσουμε τις δυνατότητές μας καλύτερα, αντί να κυνηγάμε τις ουρές μας. Προφανώς υπάρχουν μερικές ανώτερες εξαιρέσεις (ποικίλες δράσεις μετά τη Γένοβα, άλλες ενάντια στη βιοτεχνολογία ή τους μηχανισμούς εκδιώξεων, κάποια σαμποτάζ ενάντια στο πόλεμο, κ.τ.λ.) αλλά ήταν σποραδικές περιβαλλόμενες από την οχλοβοή που προκαλείται από άχρηστη ρητορική, από διακηρύξεις σαν φύλλο στον άνεμο και από μία πρακτική (και ηθική) διάκριση από την οποία λείπει εξ ολοκλήρου η ευκρίνεια για το ποιοι είναι οι εχθροί. Ακριβώς σε μια στιγμή που αυτή η ευκρίνεια είναι απαραίτητη εν όψει της αδιάκριτης βίας που όλο και πιο συχνά λαμβάνει χώρα στις στιγμές αντίστασης και δυνητικής απελευθέρωσης των καταραμένων της γης. Αυτοί που συνεχώς επαναλαμβάνουν πως η καλύτερη θεωρία είναι η πρακτική, αλλά έπειτα εναποθέτουν πολλά από αυτά που κάνουν στην τύχη, χρειάζονται ιδιαίτερα αυτή την ευκρίνεια. Ίσως τυφλωμένοι από τις παρενέργειες του θεάματος, είτε εμπιστευόμαστε πολύ λίγο τις συνέπειες των δράσεων μας (επιτρέποντας στους εαυτούς μας να βαλτώσουν) είτε απ’ την άλλη υπερβάλλουμε τη σημασία τους (επιτρέποντας τους εαυτούς μας να πιαστούν στις αυταπάτες των media). Υπάρχουν αποτελέσματα που συνεχίζουν να παράγουν τα αίτια τους.

Tο σπουδαίο παιχνίδι

Μου φαίνεται πως το σπουδαίο παιχνίδι έγκειται στην ικανότητα να ενώνεις ένα συγκεκριμένο ποσό καθημερινής τόλμης (το να διαλύεις τη κοινωνική κανονικότητα είναι παντού δυνατό από τις δημόσιες αντιπαραθέσεις έως τα πανηγύρια της κατανάλωσης και της πολιτιστικής έκπληξης, από τη δουλειά έως την παράνοια του ελέγχου) με την ετοιμότητα για δράση όταν η στιγμή είναι ευνοική. Για να είμαστε καταλύτες της χαράς της ζωής και όχι Κασσάνδρες της μελλοντικής κατάρρευσης του καπιταλισμού. Επειδή η ανώνυμη και καταστρεπτική δράση εκφράζει τη κατασκευή μιας ζωής που δεν είναι ανώνυμη. Πολύ αόριστο; Φυσικά και δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Όντας το πιο σοβαρό παιχνίδι, το ματς μας αφορά όλους. Το πιο σίγουρο είναι ότι θα υπάρχουν δυσκολίες, δεδομένης της προοδευτικής απώλειας αυτόνομων χώρων, τραγικά διαβρωμένα από το παρόν κοινωνικό σύστημα και τα πολλά τεχνολογικά ναρκωτικά του. Κι όμως, τα όρια βρίσκονται συχνά, πάνω απ’όλα, στην αποφασιστικότητα και τη φαντασία μας, οι οποίες αντισταθμίζονται, όπως και εμείς, από το βάρος της συνήθειας στις χειρονομίες, στα λόγια και στις σχέσεις μας. Μια ευρύτερη συνάντηση ανάμεσα σε ποικίλες τοπικές πραγματικότητες θα μπορέσει να υπάρξει από τα σχετικά αυτόνομα μονοπάτια σε σκέψη και αγώνα όχι από συσσώρευση δυνάμεων υπαγορευμένη από επείγουσα ανάγκη. Έτσι η συζήτηση δεν θα είναι ένας άνευ συναισθήματος χορός φράσεων, αλλά η ευκαιρία να μάθει ο ένας από τον άλλον, ώστε να φτάξουν επιτέλους τον τρόπο ζωής τους, δηλαδή τους αμοιβαίους κόσμους, την επικοινωνία. Έπειτα η εμπιστοσύνη και ο ενθουσιασμός θα βρεθούνε ξανά και κάτι που μοιάζει με κοινή εμπειρία θα γεννηθεί.

Εξέγερση είναι εκεί που η ανύψωση και η αυστηρότητα συναντιούνται.

Ένας φίλος του Lud

Σεπτέμβριος 2004

 April 11th, 2012

αναδημοσίευση από: https://flying.squat.gr/GR/2012/04/11/greek-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CF%87%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%B5%CF%81%CE%B1/

 

Μία, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις (μέρος 2 Αγγλία)

Αναρτήθηκε: Ιανουαρίου 15, 2012 από τον/την admin

Συνεχίζουμε το αφιέρωμά μας στους ελεύθερους χώρους με την Βρετανία. Μια ιστορία αρκετά διαφορετική από αυτή της Ιταλίας, αλλά και πιθανώς όλης της υπόλοιπης Ευρώπης. Αν και η ιστορία των ελεύθερων χώρων εκτείνεται από το μακρινό 1381 περνάει απο τη Βιομηχανική επανάσταση και καταλήγει στο σήμερα, το κίνημα αυτό δεν είναι ένα καθαρά πολιτικό κίνημα με τη μορφή που το ξέρουμε στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης.

Το κείμενο μας το παραχώρησε ο Αντώνης από την ομάδα του occupiedlondon.org.

Προηγούμενα μέρη αφιερώματος: Ιταλία 1, Ιταλία 2

Πολιτικές καταλήψεις και κινήματα επαναοικιοποίησης στέγης: Η περίπτωση της Βρετανίας

Η Βρετανία είναι μια χώρα στην οποία το Σύνταγμα είναι άγραφο – δεν υπάρχει, δηλαδή, με τη μορφή που το συναντάμε σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αντίθετα, οι ισχύοντες νόμοι βασίζονται τόσο στο κοινό δίκαιο όσο και την πρακτική. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται πως πολλοί από τους νόμους έχουν τις ρίζες τους σε πρακτικές προηγούμενων αιώνων. Κάπως έτσι, η χώρα έχει βρεθεί να έχει – τουλάχιστον προς το παρόν – μια από τις πιο ‘φιλικές’ νομοθεσίες σχετικά με τις καταλήψεις: Ο ισχύων νόμος (μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δηλαδή στα τέλη του 2011, αφού επίκεινται σημαντικές αλλαγές, όπως θα δούμε παρακάτω) θεωρεί την κατάληψη ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου (όπου εγκαταλελειμμένο, το να είναι σε απραγία για πάνω από τρεις μήνες) χωρίς την παραβίαση εξωτερικής πόρτας ή παραθύρου (κοινώς, το κτίριο να είναι ξεκλείδωτο) ώς μια αστική διαφορά (civil matter) μεταξύ ιδιοκτήτη και καταληψιών, η οποία μπορεί να λυθεί μόνο στα δικαστήρια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η αστυνομία δεν έχει καμία δικαιοδοσία να παρέμβει.

Για την ιστορία, ο νόμος αυτός φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε ένα εθιμοτυπικό νόμο που προηγείται της βιομηχανικής επανάστασης (αν και δεν είναι πλήρως εξακριβωμένο το κατά πόσο ίσχυε ήδη από τότε), σύμφωνα με τον οποίο, οποίος-α κατάφερνε να χτίσει ένα σπίτι μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ηλίου είχε το δικαίωμα να είναι σε αυτό και δεν ήταν δυνατή η έξωσή του (βλ. και Colin Ward 2002).

Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία κινημάτων κατάληψης γης και στέγης εκτείνεται εντυπωσιακά πίσω στο χρόνο: από την εξέγερση των αγροτών του 1381, στο περίφημο κίνημα των σκαπανέων (Diggers) του 17ου αιώνα. Το κίνημα αυτό προώθησε την έμπρακτη επαναοικοιοποίηση της γης και την καλλιέργειά της (εξ’ ου και το όνομα του) προς κοινό όφελος. Στις πόλεις της Βρετανίας τώρα, η κατάληψη στέγης παίρνει μαζικότατη μορφή μετά το πέρας των δύο παγκοσμίων πολέμων, και ειδικά μετά το πέρας του Δεύτερου (1945). Τότεχιλιάδες στρατιωτών επέστρέφαν στις πόλεις της χώρας και βρίσκαν μία χώρα βομβαρδισμένη (μεταξύ άλλων και τα δικά τους σπίτια πολλοί από αυτούς) καθώς κι ένα κράτος πρόνοιας ανίκανο να ικανοποιήσει το στοιχειώδες δικαίωμα της στέγης, κι έτσι η κατάληψη μισοβομβαρδισμένων ή εγκατελελημένων για αλλους λόγους κτιρίων έγινε συνήθης πρακτική.

…και ερχόμαστε είκοσι περίπου χρόνια μετά, στο 1968, που αποτελεί την επόμενη χρονιά-σταθμό για τις καταλήψεις στη χώρα. Ο αέρας του Γαλλικού Μάη φυσάει και λίγο προς Βορρά μεριά κι έτσι, κάποιες οργανωμένες προσπάθειες αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, απαιτώντας (και εξασφαλίζοντας) ‘να μπούμε στα άδεια σπίτια’. Δεν είναι τυχαίο πως εκείνη την περίοδο ξεκινά μια -αποτυχημένη- προσπάθεια ποινικοποίησης των καταλήψεων, αλλά και ότι συγκροτούνται ομάδες όπως η ‘Συμβουλευτική Υπηρεσία Καταληψιών’ (Advisory Service for Squatters, δες αναφορές) η οποία εξακολουθεί να υπάρχει ως σήμερα.

Εδώ, κάτι-σαν-μια παρένθεση: ο μη ποινικός χαρακτήρας της κατάληψης ώς ενέργειας ισχύει τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ουαλία, αλλά όχι στη Σκωτία. Εκεί, οι καταλήψεις ποινικοποιήθηκαν με νόμο του 1865 (!) αμέσως μετά τις επονομαζόμενες ‘εκκαθαρίσεις των Highlands’ (Highland Clearances), μια γιγαντιαία επιχείρηση βίαιης μεταφοράς πλυθησμών από τα Highlands προς τα νότια, ή κι εκτός του νησιού ακόμα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η εκεί γη για καλλιέργεια και άλλους αγροτικούς σκοπούς. Η ποινικοποίηση των καταλήψεων στη Σκωτία ίσως να εξηγεί, εν μέρει, την συγκριτικά μεγάλη παρουσία Σκωτσέζων άστεγων αλλά και καταληψιών, στο Λονδίνο και τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας μέχρι και σήμερα.

Κλείνει η παρένθεση και ερχόμαστε στο σήμερα! Η κατάληψη ως αμιγώς πολιτικό εγχείρημα είναι σχετικά ένα περιορισμένο φαινόμενο στη χώρα, σε αναλογία μάλλον με το σχετικά μικρό μέγεθος του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος (αναρχικοί-αντιεξουσιαστές-εξωκοινοβουλευτική αριστερά). Παρ’ όλα αυτά, ιδίως στα χρόνια που προηγήθηκαν της συνόδου του G8 στη Σκωτία, υπήρξε μια αρκετά συντονισμένη κίνηση δημιουργίας καταλήψεων ως κοινωνικά κέντρα, ως χώρων αντιπληροφόρησης και δράσης ενάντια στη σύνοδο (δες και Alessio L. 2007). Σήμερα, οι καταλήψεις με διάρκεια πέρα από λίγους μήνες/χρόνια είναι λίγες, αν και οι εξαιρέσεις είναι λαμπρές: μεταξύ τους, η κατάληψη 56a στο νότιο Λονδίνο, που έκλεισε πρόσφατα 20 χρόνια ζωής (http://www.56a.org.uk/). Οι καταλήψεις που υπάρχουν ανά πάσα στιγμή είναι πολύ δύσκολο να ‘χαρτογραφηθούν’ λόγω του σύντομου χαρακτήρα τους – μια προσπάθεια πάντως έχει γίνει εδώ https://londonscn.wordpress.com/2011/03/02/

Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των καταλήψεων στη Βρετανία δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ αμιγώς ‘πολιτικές’, με την έννοια του ότι δεν εξέφεραν πολιτικό λόγο – αντίθετα, ήταν κυρίως καταλήψεις στέγης, αν και φυσικά σαν ενέργεια από μόνη της είναι κι αυτή εξόχως πολιτική. Πρόσφατα, η βρετανική κυβέρνηση (συνασπισμός συντηρητικών-φιλελεύθερων) εκτίμησε πως υπάρχουν πάνω από 20,000 καταληψίες στη χώρα. Ο πραγματικός αριθμός ίσως να είναι και μεγαλύτερος, σίγουρα τείνει να αυξηθεί γεωμετρικά, με τις βαθιές περικοπές στο βρετανικό κράτος πρόνοιας. Στα πλαίσια αυτά, αλλά και στο ευρύτερο πέπλο εκφασισμού που απλώνεται γρήγορα πάνω από το Νησί, ο νόμος περί καταλήψεων βρίσκεται υπό αναθεώρηση. Η επερχόμενη αλλαγή αυτού έρχεται να προστεθεί στη δραματική μείωση του αριθμού των μεταναστών που γίνονται δεκτοί στη χώρα, στις σαρωτικές περικοπές του όποιου κράτους πρόνοιας (χαρακτηριστικό παράδειγμα, το κλείσιμο του 80% των επονομαζόμενων youth clubs, χώρων ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης νέων – καθόλου τυχαία, λίγους μόλις μήνες πριν την εξέγερση του περασμένου καλοκαιριού). Υπολογίστε σε αυτά την αύξηση των προπτυχιακών διδάκτρων κατά 300% περίπου (από περίπου 3,000 λίρες ανά έτος σε 9,000, στα περισσότερα πανεπιστήμια) και οι τροπολογίες στο νόμο περί καταλήψεων καμία έκπληξη δε θα έπρεπε να προκαλούν – παρά μόνο έρχονται να συμπληρώσουν τη ζοφερή εικόνα του παζλ. Σύμφωνα με το νέο νόμο λοιπόν, ποινικοποιείται η κατάληψη κτιρίων που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως εμπορικοί (commercial) χώροι. Το τι θα γίνει με τους τελευταίους είναι ακόμα προς διευθέτηση, την ώρα που ο νόμος έχει ήδη εγκριθεί από το ‘κάτω Σώμα’ του βρετανικού κοινοβουλίου (house of Commons, βουλή των κοινοτήτων) και απομένει η, τυπική περισσότερο, έγκρισή του από το ‘πάνω Σώμα’ (house of Lords, βουλή των λόρδων). Σε αντιστοιχία με τα ελληνικά δεδομένα, είναι περίπου σαν να έχει ψηφιστεί ένας νόμος από τη βουλή και να επίκειται η υπογραφή του από τον πρόεδρο της δημοκρατίας.

Το τι μορφή θα έχει τελικά ο νέος νόμος, αλλά και η ισχύς του στην πράξη, μας είναι ακόμα άγνωστα. Οι καταλήψεις στέγης (τουλάχιστον) θα είναι αδύνατο να μειωθούν – αντίθετα, οι περικοπές του κράτους πρόνοιας εγγυώνται, τρόπο τινά, πως ο αριθμός τους θα αυξηθεί – κι ο νέος νόμος με τη σειρά του εγγυάται πως αυτό θα γίνει με μια πρωτόγνωρης μορφής έντασης για τα βρετανικά δεδομένα. ‘Ο βρετανικός τρόπος αστυνόμευσης είναι διαμέσου της συναίνεσης’, είχε πει η Theresa May, υπουργός εσωτερικών των συντηρητικών, όταν ρωτήθηκε γιατί δε χρησιμοποιήθηκαν αντλίες νερού ή και σφαίρες ακόμα, για να αντιμετωπισθεί η εξέγερση του καλοκαιριού του 2011. Τώρα που η συναίνεση τελειώνει, το βρετανικό κράτος γεμίζει γρήγορα τη νομική του φαρέτρα. Από εδώ και πέρα λοιπόν, κάθε κατάληψη θα είναι εν δυνάμει πόλος αντίστασης στη λαίλαπα του εκφασισμού της βρετανικής κοινωνίας, κι απ’ ότι φαίνεται θα αντιμετωπίζεται ανάλογα. Τα ‘καλύτερα’, μάλλον, δε τα είδαμε ακόμα…

Αναφορές

Advisory Service for Squatters: Legal &practical advice for squatters and other homeless people. http://www.squatter.org.uk/

Alessio L. (2007) The Spring of Social Centres http://www.occupiedlondon.org/the-spring-of-social-centres/

Colin Ward (2002) Cotters and Squatters: The Hidden History of Housing. Nottingham: Five Leaves Publications

Diggers and Dreamers: The Guide to Communal Living in Britain – οδηγός ομαδικής συμβίωσης στη Βρετανία, με όνομα εμπνευσμένο από το κίνημα των Diggers του 17ου αιώνα. http://www.diggersanddreamers.org.uk/

Squash: Squatters Action for Secure Homes. http://www.squashcampaign.org/

 

αντώνης από occupiedlondon.org

 

Μία, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις (μέρος 1α – Ιταλία)

Αναρτήθηκε: Δεκεμβρίου 22, 2011 από τον/την admin

Καταλήψεις, στέκια, οργανώσεις και συνελεύσεις γειτονιάς, κοινωνικά δίκτυα πόλης. Υπάρχουν στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία αλλά και στην Αγγλία, στην Σουηδία, στη Δανία, σε όλη την Ευρώπη.

Κέντρα αγώνα, σημεία αναφοράς στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων, χώροι που δημιουργούνται από “τα κάτω” για τους “από κάτω”.

Προσπαθήσαμε να συγκεντρώσουμε κείμενα που αναφέρονται στην ιστορία των ελεύθερων χώρων σε πολλές χώρες της Ευρώπης, με σκοπό να δείξουμε την διαχρονική σημασία τους, να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το ρόλο που παίξαν ιστορικά, αλλά και να τονίσουμε τη σημασία τους για το σήμερα και, κυρίως, για το αύριο.

Το “αφιέρωμά” μας ξεκινάει με ένα κείμενο που αναφέρεται στα κοινωνικά κέντρα της Ιταλίας και τις άσπρες στολές τους. Το κείμενο το “κλέψαμε” από την εφημερίδα Brand που κυκλοφορεί στην Σουηδία και το μεταφράσαμε. Λόγω του μεγέθους του, αποφασίσαμε να το χωρίσουμε σε δύο μέρη.

Το κόμμα της γειτονιάς

Τα κοινωνικά κέντρα προέκυψαν από την εξάπλωση των εργατικών αγώνων από τα εργοστάσια στην κοινωνία. Έχουν επιβιώσει μέσα από πολλές περιόδους, νικώντας τόσο την καθημερινότητα όσο και την καταπίεση. Και κάθε φορά που οι αγώνες έρχονται στο προσκήνιο αποτελούν ένα ξεκάθαρο κέντρο τους. Πώς, όμως, ιστορικά έφτασαν να έχουν πάρει αυτό τον ρόλο;

 

Το βιντεοκλίπ της Laura παίζει όλη μέρα στο ιταλικό MTV. Η καριέρα της Laura Abeles σημειώνει ανοδική πορεία από τότε που συμμετείχε στο φεστιβάλ “ελαφρού” τραγουδιού (σ.σ. σαν τη Eurovision) στο San Remo. Στο βίντεο του τραγουδιού Basta! φεύγει από το κοινωνικό κέντρο Factory στη Ρώμη. Την ακολουθούν βιαστικά πολλοί φίλοι από το κοινωνικό κέντρο και προσπαθούν να την κρατήσουν ώστε να μη φύγει. Κρεμιούνται πάνω της, την τραβάνε από το παλτό, την παρακαλούν. Αλλά αυτή προχωράει, θέλοντας να συμβολίσει την μετάβαση από την υποκουλτούρα στο mainstream και τη διασημότητα. Τα κοινωνικά κέντρα αποτελούν ένα γενικό σημείο αναφοράς στην Ιταλία και η εικόνα που φαίνεται προς τα έξω είναι τοίχοι γεμάτοι γκραφίτι, ημιπαράνομες συναυλίες σε εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτήρια. Οι περισσότεροι νέοι έχουν πάει στα κοινωνικά κέντρα για κάποιο θεατρικό έργο, φεστιβάλ τέκνο ή χιπ-χοπ. Τα κοινωνικά κέντρα αποτελούν βασικό κομμάτι της ιταλικής μουσικής σκηνής, είναι το έδαφος στο οποίο “φυτρώνει” η ανεξάρτητη μουσική σκηνή. Στην Ιταλία υπάρχουν περισσότερα από 200 κέντρα σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις.

 

Υπάρχει όμως και μια άλλη εικόνα, αρκετά διαδεδομένη, για τα κοινωνικά κέντρα: αυτή του πολιτικού υποκειμένου της άκρας αριστεράς. Εκεί που η Laura γύρισε το βιντεοκλίπ της, στέκεται στις 28 Ιανουαρίου ο γενικός γραμματέας του σωματείου μεταλλωρύχων Maurizio Landini στο κοινωνικό κέντρο Rivolta. Εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι εργαζόμενοι της Fiat απειλούνται από τη μεταφορά του τοπικού εργοστασίου κάτι που ενδιέφερε όχι μόνο τους ανασφαλείς εργαζομένους αλλά και φοιτητές και ακτιβιστές από το κέντρο. Ο Maurizio Landini ζήτησε βοήθεια από τους φοιτητές μετά το χειμωνιάτικο κύμα των καταλήψεων που διαμαρτύρονταν για την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Ο Landini περιόδευσε στα κοινωνικά κέντρα με σκοπό να ζητήσει τη στήριξή τους για την επερχόμενη γενική απεργία και για να ενισχύσουν την κοινή προσπάθεια Uniti contra la crisi (Ενωμένοι κόντρα στην κρίση). Και δεν είναι ο μόνος που χτυπάει την πόρτα των κοινωνικών κέντρων. Μέχρι και ο αρχηγός κόμματος Nichi Vendola έχει επισκεφθεί το κέντρο τον τελευταίο χρόνο για να ζητήσει τη στήριξη σχετικά με τη νέα προσπάθεια του κόμματός του για την αναγέννηση της ναυαγισμένης αριστεράς.

 

Πώς κολλάνε αυτές οι δύο όψεις; Από τη μία μεριά τα κοινωνικά κέντρα ως ελεύθεροι χώροι υποκουλτούρας και από την άλλη ως πολιτικά υποκείμενα; Ο σύνδεσμος βρίσκεται στον αγώνα στη γειτονιά και στην υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας.

 

Leoncavallo

Πετάμε παιχνίδια σε πλαστικές ασπίδες, σπρώχνουμε, χτυπάμε, πειραματιζόμαστε. Οι φίλοι μας έχουν φορέσει τις άσπρες φόρμες τους, παίρνουν τις ασπίδες από αφρολέξ και τα κράνη τους. Θα πετύχει άραγε αυτή η στρατηγική; Είναι άνοιξη του 2001. Είμαστε μια ομάδα Σουηδών ακτιβιστών που βρίσκεται στο Μιλάνο για μια διεθνή συνάντηση στο κοινωνικό κέντρο Leoncavallo. Ο στόχος μας είναι να κινητοποιήσουμε τον κόσμο σχετικά με τη σύνοδο του Γκέτεμποργκ και να πάρουμε ιδέες και έμπνευση. Οι κινητοποιήσεις του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης ενάντια στη σύνοδο της Παγκόσμιας τράπεζας στην Πράγα έχει γίνει μόλις δύο μήνες πριν. Εκεί είχαμε τους Γερμανούς αυτόνομους στο μαύρο μπλοκ, το αγγλικό κόκκινο καρναβαλομπλόκ Reclaim the streets και τους Ιταλούς από τα κοινωνικά κέντρα με τις άσπρες στολές γεμάτες βάτα όλοι από αντίθετες κατευθύνσεις μπλοκάραμε αποτελεσματικά τη σύνοδο κορυφής. Μια ποικιλία τακτικών δοκιμάστηκαν “στο δρόμο”. Τώρα ξανασυναντιόμαστε στο Leoncavallo. Το Leoncavallo είναι το πρώτο, το μεγαλύτερο και το πιο γνωστό κοινωνικό κέντρο. Σαν μια μικρή Κριστιανία σε ένα κτήριο. Περίπου εκατό φορές μεγαλύτερο από το kafe 44 (σ.σ. “αναρχική” καφετέρια στη Στοκχόλμη). Στο εστιατόριο κάθονται οι ηλικιωμένοι εργάτες μαζί με παιδιά και τρώνε μακαρόνια. Στη βιβλιοθήκη αναμειγνύονται η βαριά θεωρία με μαλακά ναρκωτικά, φυτά μαριχουάνας συμβιώνουν με τα βιβλία του Νέγκρι. Στο χώρου θεάτρου προβάρεται ένα θεατρικό. Αργότερα το βράδυ θα γίνει ένα rave πάρτι με μερικές χιλιάδες άτομα στον συναυλιακό χώρο. Στον εξωτερικό χώρο της καφετέριας συνεχίζονται οι συζητήσεις και δοκιμάζουμε τις άσπρες στολές που θα φορέσουμε στη διαδήλωση.

 

Αυτή είναι η πρώτη μου επίσκεψη σε ένα κοινωνικό κέντρο. Αλλά θα ακολουθήσουν πολλές τα επόμενα 10 χρόνια. Τον επόμενο χρόνο ξαναερχόμαστε στην Ιταλία, για το ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ. Οι άσπρες στολές βρίσκονται στο ράφι και η εκστρατεία των κοινωνικών κέντρων λέγεται τώρα “Οι Ανυπάκουοι”. Κάθομαι στο πάνελ της ομιλίας, αυτή την φορά για να κινητοποιήσω τον κόσμο για την σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής ένωσης στη Κοπεγχάγη. Αυτή την φορά είναι καλύτερα, το κίνημα των ανυπάκουων αποφάσισε να ταξιδέψει στην σύνοδο κορυφής.

 

Έχουμε κανονίσει μία συνάντηση στον κλασσικό αυτόνομο ραδιοσταθμό Radio Sherwood στην Padua, με τον Luca Casarini εκπρόσωπο του κινήματος των ανυπάκουων και των κοινωνικών κέντρων της βορειοανατολικής Ιταλίας. Ο Λούκα προσπαθεί να μας “διδάξει” σχετικά με το ποια αιτήματα πρέπει να θέσουμε, πώς πρέπει να οργανώσουμε την διαδήλωση, ποιες τακτικές πρέπει να χρησιμοποιήσουμε. Οι σύντροφοι μου γίνονται έξω φρενών και φεύγουν. Εγώ προσπαθώ προσεκτικά να επισημάνω ότι εδώ και ένα χρόνο δουλεύουμε για αυτή την κινητοποίηση, όλα τα σχέδια μας είναι ήδη έτοιμα και τα δίκτυα οργάνωσης ήδη χτισμένα.

 

Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, τα κοινωνικά φόρουμ, οι επιτυχίες των βιβλίων “No logo” και “Imperiet” έχουν ανοίξει ένα νέο πολιτικό χώρο. “Τώρα πρέπει εμείς ως κοινωνικά κέντρα να το γεμίσουμε με τις πράξεις μας. Για μας αυτό αποτελεί μια ευκαιρία να διευρύνουμε τις συγκρούσεις μας”, λέει ο Luca.

 

Πάνω σε αυτό το σημείο συμφωνώ. Είμαι εντυπωσιασμένος απο το πώς οι Ιταλοί αυτόνομοι επιτυγχάνουν να διαμορφώσουν πολιτικές, ανοιχτές και αισθητές καμπάνιες σε όλη την Ιταλία. Από το ότι καταφέρνουν να γίνουν μία πολιτική δύναμη που παίζει ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πώς εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιούν τις άσπρες στολές, ως μια παρέμβαση στο κίνημα εναντίων της παγκοσμιοποίησης; τους ανυπάκουους ως για να διαμαρτυρηθούν μέσω του αντιπολεμικού κινήματος, το senza volto για να δώσουν φωνή στους μετανάστες χωρίς χαρτιά, στους “μαύρους” εργαζόμενους και στους άστεγους στις δημοτικές εκλογές στη Ρώμη. Ή ακόμα το “Ενωμένοι ενάντια στην κρίση” σήμερα, στις διαδηλώσεις ενάντια στην λιτότητα και στη μείωση παροχών.

 

– “Κάθε πολιτική καμπάνια έχει μια ημερομηνία λήξης. Αποτελεί μία άμεση παρέμβαση σε ένα ευρύτερο κοινωνικό θέμα. Έτσι ένα ζήτημα δεν μπορεί να γίνει αυτοσκοπός παρά μόνο είναι προσωρινό πρότζεκτ”, εξηγεί ο Λούκα στην συνάντηση μας. Έτσι, άφησαν στην άκρη τις άσπρες στολές τους στην Γένοβα.

 

Αυτές οι παρεμβάσεις συνοψίζονται συχνά σε μια ετήσια εθνική συνάντηση στο κοινωνικό κέντρο Rivolta που βρίσκεται έξω από τη Βενετία. Τους επισκέπτομαι κάθε χρόνο. Σ’ αυτές τις συναντήσεις ο σκεπτικισμός μου αρχίζει να εντείνεται διότι είναι μεγάλες και μοιάζουν συνήθως περισσότερο τελετουργίες παρά εργαστήρια δημιουργίας. Δεκαπέντε άνθρωποι κάθονται στο πάνελ και διαβάζουν κείμενα σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το κίνημα. Οι ίδιες προτάσεις. Όλα είναι καινούρια, αλλά τίποτα δεν είναι όντως καινούριο – μόνο τα σύμβολα και οι λέξεις αλλάζουν. Οι θεωρίες γίνονται ψυχρή ιδεολογία. Και είναι εκπληκτικό το πόσο λανθασμένη είναι η κατάληξη των πολιτικών αναλύσεων. Όπως, για παράδειγμα, η πίστη σε ένα νέο Ευρωπαϊκό σύνταγμα. Ή οι αποτυχημένες προσπάθειες συνεργασίας με τα κόμματα οι οποίες πάντα έχουν ως αποτέλεσμα την εξαπάτηση από αυτά. Ή τα συνθήματα όπως “ελευθερία” και “αυτοδιάθεση” που έχουν στόχο να “κλέψουν” οπαδούς της Λίγκα του Βορρά.

 

Παρόλα αυτά, πάντα υπάρχει μια μέση οδός σε κάθε κοινωνικό αγώνα στην κοινωνία. Όταν παραστρατούν πάντα υπάρχει κάποιος που θα τους επαναφέρει στο “σωστό δρόμο”. Αναγκάζοντας το “υπεροικοδόμημα” να σκεφτεί ξανά. Να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Σταματώντας τον πομπώδη φιλοσοφικό λόγο και διορθώνοντας τις μεγάλες ιδεολογικές αφηγήσεις. Μου πήρε χρόνο μέχρι να το αντιληφθώ. Και αυτό έγινε όταν άρχισα να ταξιδεύω στα κοινωνικά κέντρα και να παρακολουθώ την καθημερινή τους πρακτική, τη δουλειά τους με τα σωματεία βάσης, τοπικές συνελεύσεις, την οργάνωσή τους στο μεταναστευτικό θέμα. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω πως κρατιούνται στον σωστό δρόμο. Υπάρχει η ικανότητα της αυτοκριτικής. Όταν οι θεωρητικοί δείχνουν πως μια κατεύθυνση και οι αγώνες προς μια άλλη – τότε οι θεωρητικοί πρέπει να κάνουν πίσω. Η πράξη πάντα διορθώνει τη θεωρία, οδηγώντας την ξανά στο σωστό δρόμο. Αυτό είναι το φάρμακο για να μη γίνουν οι λάθος θεωρίες ιδεολογία. Έτσι η πολιτική βρίσκει τις ρίζες της, την αρχή της: τα πλοκάμια προς την κοινωνία τα οποία επιτρέπουν στα κοινωνικά κέντρα να λειτουργούν ως το “κόμμα της γειτονιάς”.

Μία, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις (μέρος 1β – Ιταλία)

Αναρτήθηκε: Δεκεμβρίου 23, 2011 από τον/την V.

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος του κειμένου για τους ελεύθερους χώρους στην Ιταλία. Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

Το πρώτο κύμα

Τα κοινωνικά κέντρα γεννήθηκαν από την κρίση της αριστεράς το ’68 και έχουν αποκτήσει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να επιβιώνουν σε περιόδους κρίσης, όταν η υπόλοιπη αριστερά καταρρέει. Το 1968 ήταν ο χρόνος των πανεπιστημιακών εξεγέρσεων ο οποίος ακολουθήθηκε από το “θερμό φθινόπωρο” του 1969 που ήταν χρόνος εργοστασιακών εξεγέρσεων. Οι εργάτες στους ιμάντες μεταφοράς και οι φοιτητές ήταν οι κοινωνικές ομάδες που αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Από τα δύο αυτά χρόνια εξεγέρσεων προέκυψε μια σειρά αριστερών ομάδων: μαρξιστές – λενινιστές, μαοϊστές, οπεραιστές, αντιιμπεριαλιστές όλων των τάσεων. Όλες αυτές οι οργανώσεις λειτούργησαν ως μικρά κόμματα με οπαδούς με στρατιωτική πειθαρχία, που αναμασούσαν την κομματική κατήχηση με το βλέμμα τους καρφωμένο στις άγριες εργατικές απεργίες στα μεγάλα εργοστάσια. Οι παρεμβάσεις στα εργοστάσια και ο “πόλεμος των εργοστασίων” – “το κόμμα των εργοστασίων”, το οποίο στόχευε σε δράσεις από τη βάση από τους ίδιους τους εργάτες – απέκτησαν προτεραιότητα. Και αυτό δούλεψε: οι μισθοί ανέβηκαν, η παραγωγή στα εργοστάσια έπεσε κατακόρυφα, τα αφεντικά έχασαν τον έλεγχο. Οι εργοδότες χρειάστηκαν μερικά χρόνια για να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, κι αυτό έγινε με μαζικές απολύσεις, αύξηση της αποδοτικότητας, αναδιαρθρώσεις και κλεισίματα εργοστασίων.

Η ανάπτυξη έγινε αρχικά στο Μιλάνο. Η ανεργία αυξήθηκε, οι εργαζόμενοι που δούλευαν σε μικρά εργοστάσια και η μαύρη εργασία αυξήθηκαν. Το 1975 η κρίση του “κόμματος του εργοστασίου” είναι γεγονός, και τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς διαλύθηκαν το ένα μετά το άλλο. Οι παλιοί αγωνιστές οδηγήθηκαν σε ένα νέο κίνημα, την Autonomia Operaia, βασισμένη στην νέα σύνθεση των τάξεων. Οι νέοι αγώνες άνθισαν έξω από τα εργοστάσια, στα προάστια του Μιλάνου. Η απουσία σταθερού μισθού οδήγησε στη μη πληρωμή ενοικίου, στην άρνηση πληρωμής ολόκληρου εισιτηρίου για τον κινηματογράφο και για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, πράγματα που βοηθούν ώστε να θεωρείται επαρκές το εισόδημα των εργαζομένων. Γιατί να μην πληρώνουμε μόνο το μισό εισιτήριο; Ή το μισό λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Γιατί να τα πληρώνουμε όλα – Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω! Σπίτια καταλήφθηκαν και οι οργανώσεις ενάντια στις εξώσεις τα υπερασπίστηκαν. Όλοι αυτοοργανώθηκαν σε συνοικιακές οργανώσεις. Στα προάστια δημιουργήθηκε μια γενιά η οποία ούτε ούτε είχε πάει πανεπιστήμιο ούτε είχε δουλέψει στα μεγάλα εργοστάσια. Συναντήθηκαν στα μεγάλα progressive φεστιβάλ, εμπνευσμένοι από την beat κουλτούρα και τους καταστασιακούς. Αλλά η διαφορά με το αμερικανικό κίνημα των χίπις ήταν ότι αυτοί ήταν παιδιά της εργατικής τάξης και η συνάντησή τους με τους αριστερούς αγωνιστές τους πολιτικοποίησε. Με επίγνωση του ταξικού παρελθόντος τους, έχτισαν στα 70s προλεταριακές ομάδες νέων (circoli del proletariato giovanile) σε κάθε προάστιο.

Τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια στις εργατικές περιοχές καταλήφθηκαν ξανά από τις συνοικιακές επιτροπές και τις προλεταριακές ομάδες νέων όταν ξέσπασε με ένα κύμα καταλήψεων το 1975-76. Οι καταλήψεις αυτές ονομάστηκαν κοινωνικά κέντρα. Αυτά τα δύο χρόνια γύρω στα 20 κοινωνικά κέντρα δημιουργήθηκαν στα προάστια του Μιλάνο. Μέσα από αυτό το κύμα άρχισε τη λειτουργία του και το Leoncavallo, ένα κέντρο με βαθύτατη επιρροή στο κομμάτι των παραδοσιακών εργοστασιακών εργατών. Το πιο “ορθόδοξο” (σ.σ. δε συμβιβάζεται εύκολα, είναι της “παλιάς σχολής”). Οι εργοδότες, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Κομμουνιστές είχαν ιδρύσει ήδη πολιτιστικά κέντρα και Σπίτια του Λαού, στοχεύοντας στο να γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων. Αλλά τα κοινωνικά κέντρα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, ήταν αυτοοργανωμένα και αντιιεραρχικά δομημένα. Εδώ μπορούσαν συνελεύσεις γειτονιάς, θεατρικές ομάδες, συλλογικοί παιδικοί σταθμοί, κέντρα απεξάρτησης και εναλλακτικές αγορές να βρούνε χώρο, και να οργανωθούν άμεσα από τους ανθρώπους της γειτονιάς. Τα ανοιχτά κοινωνικά κέντρα είχαν ακόμα μεγαλύτερη απήχηση από τις ομάδες των νέων και τις συνοικιακές επιτροπές.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70 η Ιταλία έζησε μια περίοδο τρομερής πόλωσης. Τα δυο μεγαλύτερα κόμματα, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Κομμουνιστές, έκαναν κυβέρνηση συνεργασίας για χάρη της σταθερότητας στη χώρα. Η συναινετική πολιτική ανέδειξε ως μόνη αντιπολίτευση την Autonomia Operaia, η οποία σύντομα έγινε η κυρίαρχη δύναμη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Κομμάτια του κινήματος κλιμάκωναν τις σύγκρουση με το κράτος. Η μεγάλη καταπίεση που δέχτηκαν δεν άργησε να επιφέρει τη ριζοσπαστικοποίηση και από τις μαζικές κινητοποιήσεις επέλεξαν το δρόμο του ένοπλου αγώνα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πολλοί αυτόνομοι ακτιβιστές φυλακίστηκαν και οι περισσότεροι από τα “στελέχη” του κινήματος μετακόμισαν στην Γαλλία. Το κίνημα ήταν πια νεκρό και τα μόνα που επέζησαν ήταν τα κοινωνικά κέντρα.

 

Η έξοδος από την απομόνωση

Ξανασυναντώ τον Luca Casarini. Κάθεται στο Radio Sherwood και πίνει τον καφέ του στο διάλειμμα μεταξύ δύο συναντήσεων. Έχουν περάσει έξι χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση. Πλέον τον ξέρω καλύτερα και μπορώ να του θέσω κάποιες πιο κριτικές ερωτήσεις. Ποιά είναι η δράση του κέντρου πέρα από της εκστρατείες; Ποιά είναι η σχέση που έχει αυτός με αυτές;

– “Η δύναμη της Autonomia Operaia ήταν η στήριξη της γειτονιάς. Αλλά όταν η γενιά μου ήταν ενεργή στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το κίνημα καταστράφηκε. Δεν γινόταν να οργανώσουμε συναντήσεις στα πανεπιστήμια ή στις πλατείες χωρίς να κάνει έφοδο η αστυνομία και να διακόψει ό,τι κάναμε”, εξηγεί.

Τη δεκαετία του ’80 επικρατούσε μηδενική ανοχή, ο ελεύθερος χώρος για μια ριζοσπαστική πολιτική ήταν ελάχιστος. Παρόλα αυτά τα κοινωνικά κέντρα διαδόθηκαν σε όλη την Ιταλία κυρίως με την βοήθεια των πανκς. Αλλά πλέον δεν υπάρχουν ανοιχτά κέντρα στις συνοικίες. “Οι τοίχοι των κοινωνικών κέντρων υψώθηκαν”, έγιναν προμαχώνες που λειτουργούσαν ως ελεύθεροι χώροι μέσα σε μια εχθρική νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Ήταν το καταφύγιο όλων αυτών που δεν άντεχαν το σκληρό περιβάλλον που είχε διαμορφώσει η δεξιά.

– “Το 1986 ξέσπασε ένα κύμα διαμαρτυρίας στα γυμνάσια και λύκεια, πρώτα στην Γαλλία και έπειτα στην Ιταλία. Ήμασταν πέντε μαθητές – διαδηλωτές που αποφασίσαμε να καταλάβουμε μόνοι μας ένα κτήριο. Αυτή ήταν η “γέννηση” του κοινωνικού κέντρου Pedro”, λέει ο Luca.

Ταυτόχρονα καταλήφθηκε το Forte Prenestino στην Ρώμη. Όταν έπειτα ξέσπασε ένας νέος κύκλος αγώνα, αυτή τη φορά στα πανεπιστήμια, το 1990 το “Κίνημα του πάνθηρα”, γεννήθηκε από το κύμα των καταλήψεων σε όλη την Ιταλία. Αυτά τα λέγαμε κοινωνικά κέντρα δεύτερης γενιάς. Για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια υπήρχε ένα κίνημα ξανά στο δρόμο.

Ταυτόχρονα κατέρρευσε και το ιταλικό πολιτικό συναινετικό σύστημα. Σκάνδαλα διαφθοράς και σχέσεις με τη μαφία αποκαλύφθηκαν και ανάγκασαν τα δυο μεγάλα κόμματα, τους Χριστιανοδημοκράτες και το Κομμουνιστικό κόμμα, να καταρρεύσουν στην αρχή της δεκαετίας του ’90. Μέσα από την αναταραχή προέκυψαν αρκετά νέα πολιτικά κόμματα. Ο Μπερλουσκόνι έκανε την εμφάνισή του ως πολιτική δύναμη, οι νεοφασίστες του MSI έγιναν κοινωνικά αποδεκτοί και η αυτονομιστική Λίγκα του βορρά μεγάλωσε σαν χιονοστιβάδα. Αλλά αυτά τα γεγονότα ενεργοποίησαν και ένα αυτόνομο κίνημα το οποίο βγήκε από τα κοινωνικά κέντρα και κατέβηκε στο δρόμο.

– “Ακολούθησε μια συζήτηση μέσα στα κοινωνικά κέντρα σχετικά με το πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από την απομόνωση, πώς να αποφύγουμε να γίνουμε γκέτο. Όταν εμφανίστηκε το “Κίνημα του πάνθηρα” επιλέξαμε να πάμε σ’ αυτούς αντί να έρθουν αυτοί σε μας. Ανακαινίσαμε την κουζίνα του Pedro και τη βάλαμε μέσα στο κατειλημμένο ίδρυμα ψυχολογίας. Μέσα σε τρεις μήνες το πανεπιστήμιο ήταν κατειλημμένο και εμείς σερβίραμε φαγητό. Όταν οι φοιτητικές διαδηλώσεις σταμάτησαν το Pedro γέμισε με καινούργιους ακτιβιστές”, λέει ο Luca.

Στη συνέχεια ήρθαν νέες επιρροές.

– “Η εξέγερση των Ζαπατίστας που ξέσπασε στην Chiapas το 1994, έδωσε νέες ιδέες και μια εντελώς νέα γλώσσα επικοινωνίας που βοήθησαν στο να δουλέψουμε την εξωστρέφειά μας και την διείσδυσή μας στην κοινωνία”, λέει ο Luca.

Εμπνευσμένοι από τη συνεργασία των Ζαπατίστας με την τοπική κοινωνία, τα κοινωνικά κέντρα άρχισαν να συνδέονται στενότερα με τους κοινωνικούς αγώνες στις συνοικίες και στα τοπικά κοινωνικά κινήματα. Η πρόσβασή τους στις τοπικές συνελεύσεις, στα τοπικά κανάλια επικοινωνίας (ραδιόφωνο, ιστοσελίδες, δίκτυο επαφών) και στους κύκλους των ακτιβιστών αποτέλεσαν πολύτιμα εφόδια για τις τοπικές κοινωνίες. Τα κοινωνικά κέντρα, ανεξαρτήτου ιδεολογικών τάσεων, έγιναν ξανά ένας τόπος στον οποίο οι συνοικιακές επιτροπές μπορούσαν να συναντηθούν, οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες να μάθουν ιταλικά, οι ντόπιοι έμποροι οικολογικών προϊόντων να βρούνε χώρο να πουλήσουν τα προϊόντα τους, τα παιδιά να παίξουν ποδόσφαιρο ή να πάνε στο γυμναστήριο και οι επιτροπές ειρήνης να πάρουν χρόνο προβολής στο τοπικό ραδιόφωνο.

 

Έφοδος και επαναπροσανατολισμός

Η “μαύρη” δεκαετία του ’80 είχε περάσει. Τα κοινωνικά κέντρα άρχισαν να παίρνουν θέση στην κοινωνία ξανά. Τα περισσότερα αυτοδιαχειριζόμενα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα της εποχής εμφανίστηκαν κατά την περίοδο ’90-’93. Το βάπτισμα του πυρός δόθηκε όταν ο δήμαρχος της Λίγκας του βορρά διακήρυξε τον πόλεμο στα κοινωνικά κέντρα. Ο δήμαρχος δήλωσε πως από δω και στο εξής οι καταλήψεις θα υπάρχουν μόνο ως φαντάσματα στην πόλη του. Οι εξώσεις έδωσαν αφορμή για μία από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις στην ιστορία του Μιλάνου. Οι ακτιβιστές έδωσαν βάση στα λεγόμενα του δημάρχου και φόρεσαν τις άσπρες στολές τους. Το κύμα της ακτιβιστικής δράσης – όχι πολύ διαφορετικό από ότι συνέβη έπειτα από την έξωση της κατάληψης Ugndomshuset στην Κοπεγχάγη – είχε ως αποτέλεσμα η κατάληψη Leoncavallo να πάρει γρήγορα ένα καινούριο μεγαλύτερο και καλύτερο κτήριο για να αποκατασταθεί η τάξη στην πόλη.

Αλλά η ερώτηση είναι πώς κατάφεραν τα κοινωνικά κέντρα να επιβιώσουν ενώ το κίνημα είχε διασπαστεί; Πώς ξεπερνιέται η περίοδος της ύφεσης ενώ όλα τα κέντρα απειλούνται με εξώσεις; Πρέπει τα κοινωνικά κέντρα να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για να νομιμοποιηθούν ή πρέπει να συνεχίσουν πεισματικά τη ζωή τους παίρνοντας όλα τα ρίσκα ως καταλήψεις; Οι περισσότερες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις έγιναν το 1998 σε μια συνέλευση στο νέο Leoncavallo, εκεί θεσπίστηκε μια στρατηγική απόφαση – συμφωνία. Η Carta di Milano περιγράφει πώς πρέπει να γίνει η προσπάθεια για διεύρυνση του πολιτικού χώρου των κοινωνικών κέντρων, μεταξύ άλλων και με το να έχουν δικούς τους υποψηφίους στις λίστες των κομμάτων. Μέσω αυτής της απόφασης εκπροσωπήθηκαν στα δημοτικά συμβούλια του Μιλάνο, της Ρώμης και της Βενετίας οι οποίοι αποτελούσαν μια “κοινοβουλευτική ασπίδα” για τα κέντρα.

– “Με την Carta di Milano έγινε μια προσπάθεια να ξεφύγουμε από την καταστρεπτική δυναμική με το τρίπτυχο “σύγκρουση – καταπίεση – αγώνας ενάντια στην καταπίεση” και να αρχίσουμε μια άλλου είδους ανάπτυξη. Έτσι οι κοινωνικές συγκρούσεις έγιναν πρότζεκτ τα οποία μπορούσαν να οδηγήσουμε σε ένα φαύλο κύκλο “σύγκρουσης – πρότζεκτ – ανάπτυξης των δικαιωμάτων” ”, λέει ο Luca Casarini.

Ένα νέο βήμα για τα κοινωνικά κέντρα που προέκυψε από την Carta di Milano ήταν το να δουλεύουμε όχι μόνο τοπικά στη συνοικία αλλά και να οργανώνουμε εθνικές εκστρατείες καθώς και να αναμιχθούμε στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ένα από τα αποτελέσματα της συνέλευσης του Μιλάνο ήταν μια συλλογική εκστρατεία σχετικά με τους επισφαλείς εργαζόμενους – καθώς οι περισσότεροι επισκέπτες των κέντρων δεν είχαν μόνιμη δουλειά. Το κοινό σύμβολο του αγώνα ήταν οι άσπρες στολές, οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί πιο πριν από την ομάδα περιφρούρησης του Leoncavallo. Τα κέντρα που είχαν συμφωνήσει την Carta di Milano άρχισαν να πειραματίζονται με νέους τρόπους σύγκρουσης και με το πως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ευρύτερη συναίνεση γύρω από ριζοσπαστικές πρακτικές. Αυτό οδήγησε σε κοινωνικούς πειραματισμούς με αντιπαραθέσεις χωρίς βία αλλά με πολιτική ανυπακοή. Οι άσπρες στολές κινήθηκαν στα όρια μεταξύ άμεσης δράσης και συμβολικών διαμαρτυριών. Οι μαζικές δράσεις ήταν συχνά εντυπωσιακές: εισβολές και σαμποτάζ σε νεόκτιστα κέντρα κράτησης προσφύγων ή σπασίματα των κόκκινων ζωνών της αστυνομίας σε διάφορες συνόδους κορυφής.

Πίσω και πέρα από τις εκστρατείες

Πολλά κοινωνικά κέντρα είναι σκεπτικά για τις πολιτικές εκστρατείες και έχουν επιλέξει να σταματήσουν να συμμετέχουν. Είτε λόγω του ότι δεν πίστευαν σ’ αυτό τον τρόπο δράσης είτε γιατί είχαν άλλη πολιτική γραμμή. Η διαφορά μεταξύ των κοινωνικών κέντρων είναι μεγάλη, κάποια είναι περισσότερο απολίτικα και πολιτιστικά, άλλα είναι πιο πολιτικά με λενινιστική ή αναρχική ιδεολογία. Κάθε κύκλος αγώνων δημιουργεί νέα κέντρα, τα οποία συσσωρεύουν εμπειρίες από τους αγώνες στην καθημερινή ζωή και τις χρησιμοποιούν στο νέο κύμα αγώνων που θα έρθει. Σε μια συνάντηση μεταξύ διαφορετικών γενιών καταληψιών στο kafe Hängmattan στην Στοκχόλμη το φθινόπωρο του 2009, ο Rocco από το κέντρο Crash μας μίλησε για τον διαρκή αγώνα τους με στόχο να δημιουργήσουν ένα κοινωνικό κέντρο στην Bologna. Το Crash όχι μόνο δεν είναι μέλος των κέντρων της Carta di Milano αλλά είναι ένα κέντρο της παλιάς σχολής με ρίζες στην Autonomia Operaia.

Η πρώτη μικρής διάρκειας κατάληψη σε αυτό το κέντρο έγινε το Νοέμβριο του 2003 και τα επόμενα πέντε χρόνια κάθε χρόνο καταλάμβαναν νέα κτήρια αφού τους έδιωχναν από τα παλιά. Σιγά σιγά η συλλογικότητα αναγνωρίστηκε ως μια πολιτική δύναμη του δήμου.

– “Με κάθε κατάληψη ισχυροποιούσαμε τη θέση μας και μεγαλώναμε τη συλλογικότητα για να κάνουμε την επόμενη κατάληψη ώστε να ασκούμε διαρκή πίεση στον δήμαρχο της Bologna”, εξηγεί ο Rocco.

Όταν το Crash δέχτηκε έφοδο από την αστυνομία κάλεσε να γίνουν διαδηλώσεις σε όλη την Ιταλία και όλα τα κοινωνικά κέντρα έδειξαν τη στήριξή τους. Έτσι τα προβλήματα του δήμου όταν έδιωχνε τους καταληψίες μεγάλωναν. Έπειτα από μια μεγάλη και δυναμική κινητοποίηση με συμμετοχή 6.000 διαδηλωτών το 2008 – ακριβώς μετά από μια έφοδο εναντίον του Crash – ο δήμος τους άφησε ήσυχους στο νέο χώρο που κατέλαβαν. Μάλιστα το μοντέλο στήριξης μεταξύ των κοινωνικών κέντρων στη Ρώμη “τυποποιήθηκε” σε μια συμφωνία αλληλοβοήθειας που συμμετέχουν όλα τα κοινωνικά κέντρα της πόλης. Ανεξαρτήτου των πολιτικών τάσεων που επικρατούν σε κάθε κέντρο, έχουν ανοιχτά δηλώσει στον νεοφασίστα δήμαρχο της πόλης ότι μια επίθεση εναντίον ενός κέντρου ισοδυναμεί με μια επίθεση εναντίον όλων και ότι όλα τα κοινωνικά κέντρα θα βγουν στο δρόμο αν γίνει κάτι τέτοιο.

Αλλά η στήριξη δεν έρχεται μόνο από έξω. Το Crash είναι ενεργό στη γειτονιά, το γυμναστήριο τους και το κέντρο εκμάθησης πολεμικών τεχνών είναι ανοιχτά για όλους. Αυτό ήταν καθοριστικό στην προσπάθειά τους να πάρουν στήριξη από τη γειτονιά και γενικά για να έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν πολιτικά στη συνοικία.

– Τα κοινωνικό κέντρο λειτουργεί ως ένα κόμμα της γειτονιάς, ασκεί την πολιτική τους μέσω της τοπικής στήριξης, λέει ο Rocco.

“Η διαφορά γίνεται ξεκάθαρη όταν κάποιος, για παράδειγμα, ασχολείται με το ζήτημα της επισφάλειας και των ανασφάλιστων εργαζομένων. Τα σωματεία βάσης, όπως το Cobas, το βλέπουν ως ένα ζήτημα εργασιακό, ένα ζήτημα σχετικά με τη μορφή πρόσληψης του εργαζόμενου. Οι οργανωτές των διαδηλώσεων για την εργατική Πρωτομαγιά ως ένα ζήτημα για να ασκήσουν πολιτική πίεση, να αναγκάσουν τα σωματεία και τα κόμματα να δράσουν ώστε να τεθεί το θέμα στην ημερήσια διάταξη. Για μας στο Crash η επισφάλεια δεν είναι απλά ένα εργασιακό θέμα, αλλά κάτι το οποίο επηρεάζει την στέγη, το εισόδημα και τα έξοδα, την ιθαγένεια και εν τέλει την ίδια τη ζωή των ατόμων. Το κοινωνικό κέντρο είναι για αυτά τα άτομα ένα εργαλείο που τους βοηθάει να ασχοληθούν με το ζήτημά τους.”

Στο Crash οργανώνονται εργαστήρια ή ομιλίες, sportello, όπου όλοι οι οποίοι βρίσκονται στην επισφάλεια είναι καλοδεχούμενοι να συμμετέχουν, να πάρουν πληροφορίες και ταυτόχρονα να οργανώσουν συλλογικές δράσεις με στόχο να καλυτερεύσουν την κατάστασή τους. Εκτός των συναντήσεων στα κοινωνικά κέντρα οργανώνονται και καταλήψεις σπιτιών, γίνονται συλλογικές παρεμβάσεις για τη μείωση της τιμής του φαγητού ή των τιμών των εισιτηρίων κινηματογράφου, μπλόκα εναντίον των εργοδοτών, οργανώνονται οι άνθρωποι που δεν έχουν χαρτιά, δημιουργείται πίεση προς το δήμαρχο και οργανώνονται κινήσεις για να απαιτήσουν κοινωνικό επίδομα για όλους. Η έλλειψη της συλλογικότητας για κάποιον που μεταναστεύει συνεχώς, ή για κάποιον που πάει από τη μια δουλειά στην άλλη, μπορεί να καλυφθεί με τις συναντήσεις που γίνονται στο κοινωνικό κέντρο, το οποίο αποτελεί ένα σημείο συνάντησης και ένα κοινωνικό εργαστήρι για τους επισφαλείς εργαζόμενους μέσω του οποίου μπορούν να δράσουν.

Μπορεί να πει κάποιος ότι αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι τα τοπικά εργοστάσια γύρω από τα οποία συσπειρώθηκαν οι εργαζόμενοι και αποτέλεσαν την αρχή του αγώνα τους (το κόμμα των εργοστασίων) τώρα ξανά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ταξική σύνθεση. Σήμερα τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια έχουν μετατραπεί σε κοινωνικά κέντρα (το κόμμα της γειτονιάς) και είναι ένας χώρος στον οποίο οι ανασφάλιστοι και οι μερικής απασχόλησης εργαζόμενοι μπορούν να συναντηθούν και να βρουν το σημείο έναρξης της δικής τους συλλογικής δράσης.

του Mathias Wåg δημοσιευμένο στην εφημερίδα Brand

αναδημοσίευση από: http://blog.stigalaria.org/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7/1-100-1000-katalipseis-bretania/

 

Επέμβαση των ΜΑΤ μετά από μήνυση της καθολικής εκκλησίας. Του Λευτέρη Αρβανίτη
Με τη συμβολή ανδρών των ΜΑΤ, εκκενώθηκε την Τρίτη το πρωί, πρώην εγκαταλειμμένο κτίριο στην οδό Φράγκων, στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο είχαν βρει καταφύγιο τούς τελευταίους μήνες άστεγοι, μεταξύ των οποίων οικογένειες με μικρά παιδιά. Η αστυνομία προχώρησε στην προσαγωγή 22 ατόμων και ενός 8χρονου κοριτσιού.
Η κατάληψη στέγης λειτουργούσε τους τελευταίους μήνες στο χώρο του πρώην νοσοκομείου Άγιος Παύλος, ιδιοκτησίας της καθολικής εκκλησίας, και στέγαζε περίπου 30 άτομα, μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά με τις οικογένειές τους. Η αστυνομία επενέβη έπειτα από μήνυση της καθολικής εκκλησίας, που θεώρησε ότι θίγεται τμήμα της περιουσίας της.1,3 εκατ. ευρώ για ενοίκιο ερειπίου
Το νοσοκομείο Άγιος Παύλος της Φράγκων στεγαζόταν στο κτίριο της μονής μέχρι το 1999, όταν έκλεισε για να μεταφερθούν οι κλινικές του ΕΣΥ στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Σύμφωνα με το σχέδιο, το κτίριο θα μετατρεπόταν σε κέντρο υγείας αστικού τύπου με έμφαση στις διαγνωστικές εξετάσεις –θα ήταν το πρώτο δημόσιο διαγνωστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης– αλλά ως εκ θαύματος τίποτα δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιο. Το έργο –φυσικά– εντάχθηκε στο Γ’ ΚΠΣ με προϋπολογισμό 4 εκατ. ευρώ, μετά προέκυψαν ανυπέρβλητα εμπόδια στατικότητας του κτιρίου και νερού στα θεμέλια, αλλά το γαλαντόμο ελληνικό δημόσιο συνέχισε να πληρώνει το ενοίκιο που έφτασε το ποσό των 12.000 ευρώ το μήνα. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2009 που το ελεγκτικό συνέδριο μπλόκαρε επιτέλους τη διαδικασία, η μονή των Αδελφών του Ελέους Βικεντίου του Αγίου Παύλου υπολογίζεται ότι εισέπραξε γύρω στο 1,3 εκατ. ευρώ για το άδειο ερείπιο, αλλά χρειάστηκε ένας ακόμη χρόνος για να διακοπεί η σύμβαση με το ελληνικό δημόσιο.
Όπως γράφει ο Τύπος της εποχής, και μαρτυρούν και όσοι βρέθηκαν για εργασίες στο κτίριο το τελευταίο διάστημα, τα σημάδια μιας αποτυχημένης προσπάθειας, για την οποία εκταμιεύτηκε ένα τεράστιο ποσό, είναι εμφανή. Μάλιστα η υπόθεση απασχολεί τα δικαστήρια μέχρι και σήμερα.Απότοκο των «πλατειών»
Η Επιβίωση είναι παιδί του κινήματος των πλατειών, καθώς οι πρώτοι ένοικοι συναντήθηκαν στις συνελεύσεις του Λευκού Πύργου και έπειτα από πολλές ώρες συζητήσεων, πήραν την απόφαση τον περασμένο Σεπτέμβρη να προχωρήσουν στην κατάληψη του άδειου, εδώ και πολλά χρόνια, κτιρίου.
Οι ένοικοι της κατάληψης έφτασαν πολύ γρήγορα τους 30. Άνθρωποι που για χρόνια έμεναν στον δρόμο, μικρά παιδιά, μετανάστες, βρήκαν καταφύγιο στο πρώην νοσοκομείο και ταυτόχρονα επιχείρησαν να πράξουν αυτό που για χρόνια δεν θεωρούνταν καθόλου αυτονόητο. Να αυτοοργανωθούν, να καλύψουν βασικές τους ανάγκες, να δημιουργήσουν μια κοινότητα διαφορετική από τις άλλες και μάλιστα στον πυρήνα της άγριας οικονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Και το πείραμά τους πέτυχε.
Από την πρώτη στιγμή συνάντησαν βέβαια την έντονη αντίδραση της καθολικής εκκλησίας, που κατέχει το κτίριο. Έπειτα από μήνυση της ιδιοκτησίας, διμοιρίες των ΜΑΤ προσήγαγαν τους ενοίκους της Επιβίωσης και σφράγισαν το κτίριο. Τελικά έπειτα από παρέμβαση δικηγόρων, πολιτών, αλλά και πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων οι προσαχθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι –η καθολική εκκλησία απέσυρε τη μήνυση– και μεταφέρθηκαν σε ξενοδοχεία, όπου θα παραμείνουν έως και τις 5 Ιανουαρίου, καθώς φιλανθρωπικές οργανώσεις ανέλαβαν να καλύψουν κάποια πρώτα έξοδα.
Η εκκένωση της κατάληψης προκάλεσε κύμα σφοδρών αντιδράσεων στη Θεσσαλονίκη, με οργανώσεις, φορείς και κόμματα να κάνουν λόγο για προκλητική ενέργεια σε περίοδο κρίσης και να ζητούν να δοθεί άμεσα οριστική λύση στα στεγαστικά προβλήματα εκατοντάδων συνανθρώπων μας.
Πλέον οι πρώην ένοικοι της Επιβίωσης, μαζί με πλήθος αλληλέγγυου κόσμου προγραμματίζουν τις επόμενες κινήσεις τους, με μόνο δεδομένο τη μέχρι τώρα εμπειρία τους. Μια εμπειρία συλλογικής, αγωνιστικής και αλληλέγγυας ζωής.

http://e-dromos.gr

Παρασκευή, 2 Δεκεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΤΕΓΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ-ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΠΡΟΧΕΙΡΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΥΖΗΤΗΣΗ.

 

Είναι πολύ δύσκολο να αναφερθείς σε λίγες γραμμές σε μια ιστορία που κοντεύει τώρα πια να κλείσει 25 χρόνια (αν σκεφτούμε ότι η πρώτη κατάληψη στέγης-στέκι έγινε το 1981 στην Αθήνα, στην οδό Βαλτετσίου στα Εξάρχεια και καταλήψεις συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα, Βίλλα Αμαλίας Αχαρνών και Χέυδεν, Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη, Στέκι Άνω Κάτω Πατησίων, Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Περιστερίου, κολεκτίβα “Λίλη”, Λέσχη Κατασκόπων στη Φερρών και Φυλής) και η οποία εν πολλοίς παραμένει άγνωστη ακόμη και σε αρκετούς από τους οποίους θα λέγαμε ότι έχουν «έννομο συμφέρον» να τη γνωρίζουν (και δεν εννοούμε βεβαίως αστυνομία και ιδιοκτήτες). Η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει αρκετές πλευρές και σε σημαντικό βαθμό και τους ίδιους τους φορείς αυτών των εγχειρημάτων, που βάσει μιας ιδιόμορφης εκδοχής του «εδώ και τώρα», φαίνεται να αποκλείουν την ιστορική διάσταση της προσπάθειάς τους, θεωρώντας ίσως ότι η καταγραφή και η αποτίμηση συνιστούν στοιχεία ενηλικίωσης ενός κινήματος που αρνείται επίμονα να μεγαλώσει και συνεχώς θέλει να εμφανίζεται (και να είναι) νέο, δυναμικό, ακμαίο. Η ενηλικίωση παρόλα αυτά συμβαίνει, γι’ αυτό η γενεαλογία γίνεται απαραίτητη συνθήκη για περαιτέρω επεξεργασία και διερώτηση, ανίχνευση στόχων και προοπτικών, αλλά αυτά δεν αφορούν τον «πρόχειρο οδηγό» , έτσι σταματώ εδώ. Πάντως απ’ αυτή τη «νεανικότητα» θα ήθελα να ξεκινήσω, γιατί ακριβώς αυτή συμβαδίζει και με την καινοτομία ενός εγχειρήματος , που μέχρι τότε (δηλαδή το 1981) δεν το είχαμε ξαναδεί στην Ελλάδα. Η αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) ενταγμένη πλήρως σε μια λογική «λεγκαλισμού» μετά την ήττα του εμφυλίου, δεν διανοήθηκε ποτέ να περάσει σε «παράνομες» πρακτικές αγώνα που αφορούν ζητήματα της καθημερινής ζωής (στη συγκεκριμένη περίπτωση σε σχέση με τη στέγαση, που στην Αθήνα μετεμφυλιακά το πρόβλημα ήταν ιδιαιτέρως οξυμένο και ουσιαστικά λύθηκε μέσα από τον «θεσμό» της αντιπαροχής) και έπρεπε να έρθει μια νέα αντίληψη της πολιτικής που την υπερέβαινε από τα αριστερά της (και σχηματικά θα την ονομάσουμε αναρχική-αυτόνομη) για να μπουν τέτοια ζητήματα στην ημερησία διάταξη. Αυτή η αντίληψη που έλκει την καταγωγή της από τον Μάη του ’68 και συνδέεται άμεσα με τα κινήματα της δεκαετίας του ’70 στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, πρωτοεμφανίζεται κεντρικά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 και κάνει την πλέον δυναμική της παρουσία στις καταλήψεις των πανεπιστημίων με αφορμή τον ν.815 στα τέλη του 1979. Μιλάμε για τους περίφημους «αναρχοαυτόνομους», οι οποίοι υφίστανται συντριπτική ήττα στο Πολυτεχνείο του 1980, όταν η «ουρά των 10000 προβοκατόρων» αδυνατεί να απαντήσει ουσιαστικά στις δολοφονίες της αστυνομίας και στην καταστολή του ΚΚΕ. Ένα τμήμα αυτού του χώρου σκέφτεται (περισσότερο συναισθάνεται παρά σκέφτεται με την έννοια ενός συγκεκριμένου υπολογισμού) πως πέρα από τη σύγκρουση στο δρόμο τη δεδομένη στιγμή, υπάρχουν και οι υπόλοιπες στιγμές της καθημερινότητας μέσα στον ιστό της μητρόπολης, που δεν μπορούμε να τις περνάμε στην αδράνεια κι έτσι αποφασίζει να περάσει το κατώφλι και να προχωρήσει στο δικό της «Σέργουντ», στα Εξάρχεια, στο στήσιμο ενός πολιτικο-πολιτιστικού οχυρού: η κατάληψη της οδού Βαλτετσίου δεν θα κρατήσει πολύ, θα κατασταλεί σκληρά από την αστυνομία, αλλά θα αποτελέσει παρακαταθήκη για το μέλλον. Αφού κάναμε το πρώτο βήμα, μπορούμε κάτι ανάλογο και στο μέλλον, γιατί όχι. Βέβαια το επόμενο εγχείρημα θα αργήσει μερικά χρόνια (πρόκειται για το κτίριο της Χ. Τρικούπη το 1985), όμως σημασία έχει ότι η λογική της αυτοδιεύθυνσης της καθημερινότητας έχει περάσει στην ημερησία διάταξη αυτού του κοινωνικο-πολιτικού χώρου, δεν αποτελεί πλέον απλό σύνθημα, γίνεται και πράξη. Άλλωστε, μπορεί με μια έννοια να προβληθεί και στην υπόλοιπη κοινωνία: πάρτε τη ζωή σας στα χέρια σας, ξεκινώντας από την κάλυψη μιας από τις βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου: το σπίτι. Το διάστημα 1984-1989 είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον χώρο της αντιεξουσίας: στο Κάραβελ τον Δεκέμβρη του 1984, σημαντικός αριθμός των διαδηλωτών του αναρχικού μπλοκ συγκρούεται σώμα με σώμα με την αστυνομία, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο ρεβάνς για το ’80. Ολόκληρο το 1985 συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά, με αποκορύφωμα την κατάληψη του Χημείου την Άνοιξη και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη με τη δολοφονία Καλτεζά. Έχει διαμορφωθεί μια σκληροτράχηλη, σχιζο-μητροπολιτική προλεταριακή γενιά, που διεκδικεί την παρουσία της στο κέντρο της αναδυόμενης μητρόπολης μ’ έναν «άγριο» συγκρουσιακό τρόπο: ο βασικός της άξονας είναι η αντίσταση απέναντι στην κρατική καταστολή που είχε ξεκινήσει με την «επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια, αλλά ουσιαστικά απ’ όλη αυτή την αντιπαράθεση αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας νεολαίας (κάποιοι θα την ονομάσουν «άγρια») που δεν ενσωματώνεται στον σοσιαλδημοκρατικό χυλό, ο οποίος έχει αρχίσει να επιβάλλεται ποικιλοτρόπως. Έχει τη σημασία του το ότι αυτή η νεολαία ανεμίζει τη σημαία με το άλφα σε κύκλο και αναζητεί τις ιδεολογικές της αναφορές της τόσο στην κλασική θεωρία του αναρχισμού (σε μικρότερο βαθμό) όσο και στα πιο σύγχρονα ρεύματα που γεννήθηκαν μετά το 1968 (κυρίως την ιταλική εκδοχή της Αυτονομίας, αυτή της Γερμανίας, αλλά και το γαλλικό ρεύμα του σιτουασιονισμού) , όπως έχει τη σημασία του και το πολιτιστικό υπόβαθρο (κυρίως το μουσικό, με το πανκ και το χαρντκορ), αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ο ουσιαστικά καινοτόμος χαρακτήρας για την Ελλάδα αυτών των υποκειμενικοποιήσεων: η δεξιά τις κατατάσσει στην κλασσική «αλητεία» και ζητά την άμεση καταστολή τους προς υπεράσπιση της περιουσίας των νοικοκυραίων, η αριστερά τις εντάσσει χωρίς μεγάλο δισταγμό στους «προβοκάτορες», ενώ το ΠΑΣΟΚ κινείται ανάμεσα στην καταστολή και την ενσωμάτωση (που το καλοκαίρι του 1985 δείχνει τα όρια της στη συναυλία του υφυπουργείου Νέας Γενιάς στο Παναθηναϊκό στάδιο, όταν ξεσπούν συγκρούσεις με με τα ΜΑΤ, που σπεύδουν ασθμαίνοντα να επιβάλλουν την τάξη). Η μαζικότητα αυτού του ρεύματος δεν είναι μεγάλη, όμως ο δυναμικός χαρακτήρας του και κυρίως η επιμονή του να δρα στο κέντρο της μητρόπολης (χωρίς πάντως ποτέ να διαβεί τα όρια και να εισβάλλει στο μπουρζουάδικο Κολωνάκι) το καθιστά σημαντικό παράγοντα εξελίξεων, ενώ η ουσιαστική εξαφάνιση της άκρας αριστεράς το αναδεικνύει και στον πιο ουσιαστικό εκφραστή του ανταγωνιστικού ριζοσπαστισμού πέρα της παραδοσιακής αριστεράς. Η καταστολή που θα επακολουθήσει απέναντι στον αναρχικό χώρο (κυρίως μετά τα γεγονότα των διαμαρτυριών για το Τσέρνομπιλ και αυτά της Καλογρέζας με τη δολοφονία από τους αστυνομικούς του Μ. Πρέκα), αλλά και το διαφαινόμενο αδιέξοδο της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, θα στρέψει ένα τμήμα του μάγματος στην ανάγκη ριζώματος στο χώρο κι έτσι την περίοδο 1988-1991 θα έχουμε ένα μικρό καταληψιακό κύμα: Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη (από ένα σημείο και μετά πιο κοντά στον εξεγερσιακό αναρχισμό), Κεραμεικού και Μυλλέρου (ίσως η πιο «αυτόνομη»), Βίλλα Αμαλίας (κλασσική «αναρχοπάνκ»), Φυλής και Φερρών (που θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνει όλες τις τάσεις), Ακομινάτου («διάδοχο» σχήμα της Χ. Τρικούπη, που καταστέλλεται βίαια και επανειλημμένα). Στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου για τρεις βδομάδες τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1990 με αφορμή την αθώωση του μπάτσου Μελίστα, δολοφόνου του Καλτεζά, τα μέλη των καταλήψεων (αλλά κυρίως το πνεύμα τους, που δεν θεωρεί πλέον τη σύγκρουση περίπου αυτοσκοπό) θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Για τα επόμενα χρόνια οι καταλήψεις θα αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς των ρευμάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού (θα έχουμε και την κατάληψη στο παλιό σχολείο της οδού Αλκαμένους που παρά τις φιλόδοξες προθέσεις δεν θα κρατήσει πολύ) και η ταυτόχρονη εισβολή της αστυνομίας παραμονές του εορτασμού του Πολυτεχνείου το 1994 με τη μορφή των προληπτικών συλλήψεων, θα τις ξαναφέρει στην επικαιρότητα. Το τελευταίο κύμα καταλήψεων θα περιλαμβάνει το στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων, το πολύ ενδιαφέρον πείραμα της «κολλεκτίβας Λίλη» επίσης στα Πατήσια (με την αναζήτηση στην πράξη της λύσης στο πρόβλημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και την ανακατάληψη της Φυλής και Φερρών στην οποία στεγάζεται πλέον η βιβλιοθήκη της «Λέσχης Κατασκόπων».Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε εν συντομία την ιστορία των κινηματικών καταλήψεων στέγης-στεκιών την τελευταία εικοσιπενταετία στην Αθήνα. Θα επιχειρήσουμε τώρα να κάνουμε λιγάκι «θεωρία», με την έννοια να δούμε κάπως πιο αναλυτικά κάποια στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε περισσότερο το φαινόμενο. Αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι απ’ αυτή την ιστορία αυτό είναι σίγουρα η πρόταση μιας άλλης άποψης για την καθημερινή ζωή στη μητρόπολη και η απόδειξη πως κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει και στην πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά υπάρχουν άδεια σπίτια και επείγουσες στεγαστικές ανάγκες. Μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν (και κυρίως θέλουν) να ζήσουν μαζί, καταλαμβάνουν ένα άδειο σπίτι και ξεκινούν την περιπέτειά τους. Από την άλλη, υπάρχει ανάγκη σε κάποια πολιτικά υποκείμενα να βρουν χώρους για να στεγάσουν τις δραστηριότητές τους, που καθώς δεν εντάσσονται στα παραδοσιακά πρότυπα της αριστεράς (τα ίδια τα υποκείμενα, αλλά και το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων τους), οφείλουν να βρουν άλλους τρόπους για να το πετύχουν σε μια πιο μόνιμη βάση: οφείλουν δηλαδή να βρουν τα δικά τους «Φορτ Ναβάχο» στην «έρημο» μιας Αθήνας που γίνεται ολοένα και πιο αφιλόξενη για τέτοιου είδους καταστάσεις, μέσα από την εντεινόμενη καταστολή, επιτήρηση και γιαποποίηση. Η λύση είναι λοιπόν και εδώ η κατάληψη, κατά προτίμηση κοντά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αφού όπως είπαμε, αυτά τα υποκείμενα το κέντρο της πόλης θεωρούν τον προνομιακό τόπο της δράσης τους, εκεί αισθάνονται σαν το «ψάρι στο νερό», εκεί είναι σε τελική ανάλυση που θέλουν να γίνονται ορατά, αφού ένα από τα βασικά προβλήματά τους στην κοινωνία του θεάματος που έχουν αρχίσει να βιώνουν, είναι ότι καθιστά «αόρατο» (ή οικειοποιείται κάνοντάς το μόδα) οτιδήποτε εμφανίζει την τάση να το αμφισβητεί ριζικά. Έτσι εξηγείται και το ότι αν και φτιάχτηκαν όλα αυτά τα χρόνια πολλά στέκια σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας (τις περισσότερες φορές σε νοικιασμένους χώρους) , ουσιαστικά το βλέμμα ήταν πάντοτε στραμμένο στο κέντρο, εκεί φαινόταν να παίζεται το παιχνίδι. Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με ποιο ρόλο έπαιξαν στον αστεακό ιστό της περιοχής τους, αλλά και της μητρόπολης γενικότερα, αφού από το ξεκίνημά τους ποτέ δεν διεκδίκησαν το ρόλο της «νησίδας ελευθερίας», αποκρούοντας τη λογική της γκετοποίησης (έναν κίνδυνο που τον έβλεπαν και στο δικό τους εγχείρημα, αλλά και τον γνώριζαν από τις ανάλογες εμπειρίες του εξωτερικού). Η απάντηση είναι μάλλον εύκολη: μικρό. Παρά τις προσπάθειές τους η «γειτονιά» δεν έδειξε ποτέ και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε μια Αθήνα που μικροαστικοποιούνταν με ταχύτατους ρυθμούς, το καλύτερο που περίμενε τους καταληψίες ήταν η παθητική ανοχή. Απέτυχαν επίσης κάποιες απόπειρες σύνδεσης και με τη νέα μητροπολιτική φιγούρα, τους μετανάστες (τουλάχιστον μέχρις στιγμής), αφού είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις ουσιαστικά με ανθρώπους που έχουν τεράστια προβλήματα επιβίωσης και αναζητούν λύσεις που θα τους εντάξουν στον κοινωνικό ιστό και όχι σ’ έναν διπλό «ιλεγκαλισμό»: του ανά πάσα στιγμή παράνομου μετανάστη, αλλά και του πολιτικού αμφισβητία έξω από τα καθιερωμένα (που και αυτό δύσκολα το καταλαβαίνουν τις περισσότερες φορές, αφού προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον). Ένα τρίτο στοιχείο είναι η αποτελεσματικότητα της πολιτικο-πολιτιστικής απεύθυνσης. Κατά πόσο δηλαδή πέτυχαν να είναι η εναλλακτική λύση στα προβλήματα της στέγασης και κατά πόσο πέτυχαν να «επικοινωνήσουν» τη δική τους πολιτικο-πολιτιστική πρόταση. Ως προς το πρώτο, μπορούμε να πούμε ότι οι διάφορες « άτυπες» καταλήψεις στέγης που υπάρχουν στην Αθήνα, άντλησαν την ιδέα από το κίνημα? Δεν το ξέρουμε. Ίσως ναι κάποιες φορές, τις περισσότερες όμως μάλλον όχι. Προτίμησαν να παραμείνουν κρυφές, χωρίς να εντάσσονται σε κάποιας μορφής κίνημα, αφού υπάρχει πάντοτε ο φόβος της άμεσης ποινικοποίησης και καταστολής όταν ενώνεις τις δυνάμεις σου και διεκδικείς πιο επιθετικά τα δικαιώματά σου. Γενικά πρέπει να πούμε ότι κίνημα καταλήψεων στέγης-στεκιών στην Ελλάδα (με την έννοια που το γνωρίσαμε στη Γερμανία, την Ιταλία ή την Ολλανδία) δεν υπήρξε. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό που διαφεύγουν τους σκοπούς αυτού του σύντομου σημειώματος. Πάντως μια γενική παρατήρηση είναι ότι στην Ελλάδα η αντίληψη ότι προσπαθώ μόνος μου (δηλαδή μια κοινωνική ομάδα ή ένα υποσύνολο) να λύσω τα προβλήματά μου δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Επικρατεί η τάση ν’ ανάγονται τα πάντα στην παρεμβατική ικανότητα του κράτους, ή μιας αντίστοιχης «πατρικής» φιγούρας στο επίπεδο της αντιπροσώπευσης, δηλαδή ενός κόμματος, που ενίοτε μετατρέπεται και σε κράτος-κόμμα. Η περίφημη «κοινωνία των πολιτών» εκδηλώνεται σχεδόν πάντα με την αντιδραστική μορφή της, π.χ. «αγανακτισμένοι» κάτοικοι που καταλαμβάνουν ένα δημόσιο κτίριο για να μη γίνει σταθμός του ΟΚΑΝΑ. Τώρα ως προς το δεύτερο, είναι γεγονός ότι μέσα από τέτοιους τόπους έχει γίνει η καλύτερη και αποτελεσματικότερη «αντιπληροφόρηση» αυτού του κινήματος. Γι’ αυτό και τα στέκια (κατειλημμένα ή όχι) συνεχίζουν να υπάρχουν όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στα Χανιά, στον Βόλο, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, κλπ. Χώροι συνεύρεσης των «ανησυχούντων» πνευμάτων, παρά τα προβλήματά τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην οριζόντια δικτύωση του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Γι’ αυτό, παρά τη σκληρή καταστολή που έχουν υποστεί κατά καιρούς, συνεχίζουν να αποτελούν σταθερή επιλογή και έναν από τους κυριότερους τρόπους ριζώματος αυτού του ρεύματος. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η σημαντικότατη συμβολή τους στο επίπεδο της άρθρωσης ενός άλλου τύπου μητροπολιτικής κουλτούρας, με σαφώς αντιεμπορευματική στάση: εμβληματική ως προς αυτό είναι η Βίλλα Αμαλίας, η πιο ζωντανή σκηνή του χάρντκορ και του πανκ στην Ελλάδα (αλλά και με σπουδαίες θεατρικές παραστάσεις, συζητήσεις κλπ). Υπάρχει, τέλος, κι ένα άλλο σημαντικό σημείο, που έχει να κάνει με το πώς οι καταληψίες διαμόρφωσαν τα κτίρια που κατέλαβαν, ποιοι είναι οι λόγοι που πιθανώς κατέλαβαν αυτά και όχι κάποια άλλα, ποια είναι η αισθητική τους πρόταση μέσα στην γκρίζα ομοιομορφία του μπετόν και της αντιπαροχής (αλλά και της «ιλουστρασιόν» εκδοχής της αναπαλαίωσης των νεοκλασικών κτιρίων των πόλεων), πράγματα όμως που πρέπει ίσως να τα συζητήσουν οι πιο «ειδικοί» (κρατώντας και τις απαραίτητες αποστάσεις) και που ο υπογράφων (όντας κι αυτός καταληψίας για κάποια από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του) μόνο ενστικτωδώς μπορεί να ανιχνεύσει και πάντως όχι στο συγκεκριμένο σημείωμα. Στο μόνο που θα ήθελα να αναφερθώ κλείνοντας, είναι η μελαγχολία που πάντοτε με πιάνει όταν τύχει να περάσω από την παλιά κατάληψη Κεραμεικού και Μυλλέρου και κοιτάξω το κενό παράθυρο του ανατολικομεσημβρινού δωματίου του δευτέρου ορόφου, που για δυο χρόνια φιλοξενούσε τις σκέψεις και τα όνειρα για μια κοινή και δημιουργική ζωή με συντρόφους και συντρόφισσες, πέρα και πάνω από τις συμβάσεις, τα άγχη και τη δυσανεξία στη μητρόπολη του νότου Αθήνα.
Παναγιώτης ΚαλαμαράςΥ.Γ. Το ανωτέρω κείμενο αποτέλεσε τη βάση για την εισήγηση του υπογράφοντος στα πλαίσια ημερίδας για την παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής στην 9η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία (τέλη Γενάρη 2005 στο μουσείο Μπενάκη). Από τότε συνέβησαν πολλά, κυρίως μετά τα Δεκεμβριανά του 2008, που έδωσαν μια νέα διάσταση στο υπό συζήτηση θέμα. Υποσχόμαστε να επανέλθουμε στο μέλλον.

Αναρτήθηκε από elkoul στις 8:00 π.μ.

 

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ/ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΣΤΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΕΓΗΣ

December 8th, 2010 | Tags:

Όλα ξεκίνησαν με την ίδρυση των πρώτων ελληνικών πανεπιστημίων. Τα πανεπιστήμια των αστικών κέντρων λειτούργησαν ως απόδειξη πολιτισμού και τα πανεπιστήμια της περιφέρειας απλώθηκαν με σκοπό τη στήριξη των τοπικών οικονομιών. Τα τελευταία χρόνια το σχέδιο άλλαξε και επιχειρείται μια ελεγχόμενη παρακμή ώστε να κληθεί η ιδιωτική εκπαίδευση ως η μόνη σωτηρία. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και το Ιόνιο πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1985 και τα προβλήματα του ξεκίνησαν εν τη γενέσει του:

 Ιδρύονται πανεπιστήμια στην Κέρκυρα χωρίς να υπάρχει καμία υποδομή ούτε για τη στέγαση των φοιτητών ούτε για την πραγματοποίηση των μαθημάτων.
 Η τοπική οικονομία ανθεί, τα προβλήματα ωστόσο του πανεπιστημίου παραμένουν.
 Το 1986 γίνονται κινητοποιήσεις των φοιτητών για την στέγασή τους και μετά από καταλήψεις της Ιονίου Ακαδημίας γίνεται δεκτό εν μέρει το αίτημά τους και στεγάζονται προσωρινά στα ξενοδοχεία με απώτερο σκοπό τη δημιουργία δημόσιων εστιών.
 24 χρόνια μετά η προσωρινή λύση όχι μόνο είναι ακόμα σε ισχύ, αλλά το πανεπιστήμιο φαίνεται ανίκανο να καλύψει τα έξοδα αυτής της επιλογής. Ως εκ τούτου ζητείται από τους «πλούσιους» φοιτητές (με ετήσια φορολογική δήλωση πάνω από 12.000€ ) να συνεισφέρουν κατά το εν τρίτον του ποσού, δηλαδή 3€ τη μέρα.
Με αφορμή αυτό ξεκίνησαν κινητοποιήσεις που αντιτίθενται στα εξής:
1. Ο δημόσιος πλούτος χρησιμοποιείται για να ταΐσει μια μειοψηφία 5 ιδιωτών ξενοδόχων, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα τα 1.200.000€ του προϋπολογισμού, που αφορούν την πληρωμή των ξενοδόχων 24 χρόνια τώρα, να έχουν αξιοποιηθεί για την ανέγερση δημόσιων εστιών.
2. Αν ξεχάσουμε τη δυνατότητα αυτή και θεωρήσουμε ότι ο δημόσιος πλούτος (κατά κανόνα στη χώρα μας) χρηματοδοτεί ιδιωτικές επιχειρήσεις αντί να δημιουργεί δημόσιες, τα 540€ το μήνα που δίνονται για κάθε δίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου θα μπορούσαν να χορηγούνται στους ίδιους τους φοιτητές ώστε να νοικιάσουν σπίτια και να κινηθεί το χρήμα σε χαμηλότερες οικονομικές βαθμίδες της τοπικής κοινωνίας.
3. Στην τελική ένα δίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου δεν καλύπτει πάγιες ανάγκες των φοιτητών, μιας που θεωρούμε σχετικά αναγκαίο να έχει ο καθένας τον προσωπικό του χώρο και ένα γραφείο παρά να μένουμε σε πολυτελή ξενοδοχεία με πολυτελή είσοδο πελατών και υπηρεσία δωματίων. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με την ευγενική χορηγία των φορολογούμενων πολιτών, έχουμε κάνει πεντάστερα τα περισσότερα ξενοδοχεία του κέντρου της πόλης.
 Με αφορμή λοιπόν τα παραπάνω, από τις 10 Οκτώβρη ξεκίνησαν κινητοποιήσεις διαφόρων μορφών με κορύφωση την κατάληψη της πρυτανείας και των διοικητικών υπηρεσιών του πανεπιστημίου. Οι προσευχές μας δεν εισακούστηκαν, αντ’ αυτού θεωρηθήκαμε μια ακραία μειοψηφική ομάδα φοιτητών που επιζητά να πραγματώσει το φαντασιακό του εις βάρος της υπόλοιπης φοιτητικής κοινότητας.
 Επειδή λοιπόν ακόμα πιστεύουμε (ίσως ιδεαλιστικά) ότι η Παιδεία πρέπει πρώτα και κύρια να αναδεικνύει τη δύναμη της δημιουργικότητας και της φαντασίας και να μας διδάσκει ότι σημασία δεν έχει η δύναμη της μάζας αλλά η δύναμη της θέλησης, αποφασίσαμε να μετατρέψουμε σε δημόσια στέγη φοιτητών έναν χώρο που ανήκει στο υπουργείο υγείας και υπολειτουργεί.
 Η λειτουργία αυτού του χώρου είναι πολύ σημαντική και αφορά την εκπαίδευση. Είναι ένα ΤΕΕ νοσηλευτικής. Φιλοξενεί 9 μαθητές, λειτουργεί λίγες ώρες τη βδομάδα και χρησιμοποιεί ένα μικρό μέρος του κτηρίου.
 Επειδή θεωρούμε ότι όλοι οι μαθητευόμενοι/ εκπαιδευόμενοι έχουμε κοινό στόχο την πνευματική μας μόρφωση αλλά και την κατάρτισή μας στο αντικείμενό μας, προσπαθώντας να μην παρακωλύσουμε καμία εκπαιδευτική διαδικασία, έστω κι αν χρειαστεί να σπάσουμε κάποιους θεσμούς ελπίζουμε σε συνεννόηση και σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους του κτηρίου, δηλαδή τους μαθητές.
 Επίσης είναι στενάχωρο που χρειάζεται απολογητικό κείμενο προς το κοινωνικό σύνολο μιας που θεωρούμε αυτονόητο πως, ειδικά σε τέτοιες δύσκολες περιόδους, η απαλλοτρίωση της κρατικής περιουσίας με σκοπό να επανέλθει στην κυριότητα του κόσμου, είναι μια από τις πιο υγιείς και αποτελεσματικές αντιδράσεις.
 Επίσης λυπόμαστε που για άλλη μια φορά, και οι διοικητικές αρχές του πανεπιστημίου, και οι συμφοιτητές μας, και το πολίτευμά μας εν γένει, αποδείχτηκαν οι μεν ανίκανοι να διαχειριστούν τα οικονομικά μιας χώρας προς όφελος των πολιτών και οι δε επιεικώς αδιάφοροι ή αδρανείς, αν όχι κακοήθεις, καθώς αποδεικνύονται φερέφωνα του ίδιου του συστήματος.
 Η οικονομική κρίση, όπως και η κρίση αξιών βαθαίνουν ολοένα και πιο πολύ και οι απαλλοτριώσεις στο κοντινό μέλλον δε θα είναι μέσο αντίδρασης αλλά ανάγκη επιβίωσης. Έστω και τώρα ας προλάβουμε τις εξελίξεις.

Ελπίζουμε στην κατανόησή σας αν όχι και στη στήριξή σας στην εν λόγω κατάληψη στέγης, η οποία αποτελεί πραγματική ανάγκη κάποιων φοιτητών, όσο και στην γενικότερη ανησυχία μας περί του εκθετικού σαπίσματος του εκπαιδευτικού συστήματος.

αναδημοσίευση από: https://draka.squat.gr/2010/12/08/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%86%CE%BF%CE%B9%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7/