οάσεις γέλιου ξεπηδούν από τους βάλτους της σιωπής
σε θέατρα υπονομής ξεγλιστρούν
στήσιμο αθέτατης παραγωγής
κι εγώ από πεσμένος καταγής
βρίσκομαι στο βυθό
πάλε ποτέ σταθερός στοχαστής
ατελείωτων δρόμων διερευνητής
λες και μελετώ κλίμακες απ’ το σωρό
μα δεν είν’ της αρμονίας
είναι κλίμακες πόνου σωματικού και ψυχικής ταλαιπωρίας
πιάνω τον εαυτό μου για τα ζώα πιο πολύ να νοιάζεται
απογοητεύεσαι και πέφτει η μπαταρία
σαν υποπτεύεται πώς για όλα τ’ άλλα τσάμπα κουράζεται
αφού το ανθρώπινο ον πιο άλογο κι απ’ την πέτρα παρουσιάζεται
πλάσματα θαυμάσια
λυτρωμένα από εγωισμό και εγωκεντρισμό
ηλίθιοι όσοι τα λογιάζουν
αφού στους επιβεβλημένους νόμους της ζούγκλας υποκύπτουν τον ορισμό
στα παιδιά έχε το νού σου
μην φάνε στη μάπα τους κάλους του μυαλού σου
τους παλμούς μου ανεβάζω
ταγμένος στην εικόνα σου να οργιάζω
μπας και δεις τα πράγματα όπως τα βλέπω κι εγώ
απ’ την ποταπή μιζέρια σου να σε βγάλω
έτσι για το γινάτι μου το βαλα σκοπό