αναπτυξιακή κινησιολογία

αναπτυξιακή φυσιολογία
http://www.rehabps.com/DATA/JBMT_Final_PDF.pdf
αναπτυξιακή κιησιολογία
Αναπτυξιακή κινησιολογία: Τρία επίπεδα κινητικού ελέγχου κατά την εκτίμηση και τη θεραπεία του κινητικού συστήματος
Alena Kobesova, MD, PhD, Pavel Kolar, PedDr, PhD
Τμήμα Αποκατάστασης και Αθλητιατρικής, Δεύτερη Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Motol, το Πανεπιστήμιο του Καρόλου,
Πράγα, Τσεχική Δημοκρατία
Ελήφθη έβδομης του Αυγούστου 2012? έλαβε στην αναθεωρημένη μορφή 11 Μάρτη 2013? δεκτές 4 του Απριλίου, 2013
Περίληψη
Εντός του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) διακρίνονται τρία επίπεδα αισθητικοκινητικού ελέγχου. Κατά τη διάρκεια του νεογνικού σταδίου, οι γενικές κινήσεις και πρωτόγονα αντανακλαστικά ελέγχονται σε επίπεδο νωτιαίου μυελού και εγκεφαλικού στελέχους. Η ανάλυση της αυθόρμητης γενικής κίνησης του νεογέννητου και η αξιολόγηση των πρωτόγονων αντανακλαστικών συνιστούν κλινικά σημία ζωτικής σημασίας για την εκτίμηση και την έγκαιρη αναγνώριση κινδύνου ανώμαλης ανάπτυξης. Κατά την νεογνική περιόδο, αναδύεται και ωριμάζει, σε επίπεδο υποφλοιώδους κινητικού ελέγχου, το ΚΝΣ κυρίως κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής. Αυτό επιτρέπει τη βασική σταθεροποίηση του κορμού, μια προϋπόθεση για κάθε φασική μετακινήση και κινητική λειτουργία των άκρων. Σε υποφλοιώδες επίπεδο, οι στοματοπροσωπικοί μύες και οι αντίστοιχες αισθητηριακές πληροφορίες εμπεριέχονται αυτόματα στον ορθοστατικό κινητικό πρότυπο. Τέλος, ο κινητικός έλεγχος, σε φλοιώδες (το υψηλότερο) επίπεδο, ενεργοποιείται ολοένα και περισσότερο. Ο έλεγχος σε επίπεδο φλοιώδού έλεγχος διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη και διαμόρφωση των ατομικών δεξιοτήτων και χαρακτηριστικών της κίνησης. Επιτρέπει επίσης την εξέλιξη μεμονωμένης τμηματικής κίνησης και χαλάρωσης. Ένα παιδί με διαταραχή φλοιικού ελέγχου μπορεί να φέρει διάγνωση αναπτυξιακής δυσπραξίας ή αναπτυξιακής διαταραχής συντονισμού. Το ανθρώπινο οντογενετικό μοντέλο, δηλαδή, τα κινητικά πρότυπα ανάπτυξης, δίνανται να χρησιμοποιηθούν για διάγνωση και θεραπεία δυσλειτουργιών του κινητικού συστήματος.
2013 Elsevier Ltd. All rights reserved.
Λέξεις-κλειδιά: αναπτυξιακή κινησιολογία, αισθητικόκινητικός έλεγχος, αρχέγονα αντανακλαστικά, γενικές κινήσεις, στατική σταθεροποίηση, αναπτυξιακή δυσπραγία, δυναμική νευρομυϊκή σταθεροποίηση
* Corresponding author. Department of Rehabilitation and Sports Medicine, University Hospital Motol, V Uvalu 84, 150 06 Prague 5, Czech
Republic. Tel.: þ420 22443 9264; fax:þ420 22443 9220.
E-mail address: alenamudr@me.com (A. Kobesova).
MODEL
Please cite this article in press as: Kobesova, A., Kolar, P., Developmental kinesiology: Three levels of motor control in the assessment and
treatment of the motor system, Journal of Bodywork & Movement Therapies (2013), http://dx.doi.org/10.1016/j.jbmt.2013.04.002

Το νεογνό
Το νεογνό χαραχτηρίζεται από λειτουργική και ανατομική ανωριμότητα (Σχ. 1). Τα αρχέγονα κινητικά πρότυπα (GMs) οργανώνονται σε επίπεδο ελέγχου νωτιαίου μυελού και στελέχους του ΚΝΣ, πρωτόγονες γενικές κινήσεις (GMS), με χαρακτηριστική ποιότητα και ένταση, με τη συμμετοχή ολόκληρου του σώματος (Einspieler και Prechtl, 2005). Η ενεργοποίηση των κινητικών προτύπων (Prechtl, 1997, Hadders-Algra, 2004) δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε προφανή εξωτερικά ερεθίσματα (Adde et al., 2007) και δεν εξυπηρετεί κανένα συγκεκριμένο σκοπό, όπως η επαφή, σύλληψη και υποστήριξη αντικειμένων. Για παράδειγμα, ένα νεογέννητο δεν μπορεί να πιάσει κάποιο αντικείμενο με συγκεκριμένο σκοπό, απλά εκλύεται αυτόματα το αντίστοιχο αντανακλαστικό σύλληψης παράγωντας ακούσια αντίδραση με ιδιοδεκτικό ερέθισμα και διέγερση της αφής στην παλάμη και δεν εξυπηρετήσει μια συγκροτημένη αντίληψη. Η απουσία ανταγωνιστικών συν-ενεργοποίησης, τυπικό στοιχείο της πρώιμη στατικής συμπεριφοράς, δεν επιτρέπει την τμηματική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση ορθοστατικού ελέγχου είναι αρκετά διαφορετική από τη μεταγενέστερη ανάπτυξη, καθώς αναπτύσσονται και εδρααιώνονται κινητικές λειτουργίες όπως η σύληψη ή η βάδιση (Hadders-Algra, 2005). Επιπροσθέτως, η εκούσια σύλληψη προϋποθέτει συντονισμένη δράση κεφαλής, ματιών και χεριού, λειτουργία άμεσα εξαρτώμενη από την σταθερότητα του κορμού. Ο συντονισμός αυτός δεν είναι εκούσιος κατά την νεογνική περίοδο και πρωτοεμφανίζεται μετά τους 4 πρώτους μηνές εξωμήτρια ζωής (Bertenthal και Von Hofsten, 1998). Η ικανότητα ενός νεογέννητου να διατηρήσει μέλος του σώματος του σε στατική θέση ενάντια στη βαρύτητα είναι πολύ περιορισμένη (Bertenthal και Von Hofsten, 1998, Orth, 2005). Το σώμα ακολουθεί την περιστροφή της κεφαλής ενώ η στάση είναι ακόμη ασύμμετρη (Orth, 2005). Σύμφωνα με τον Prechtl, τα νεογνά έχουν την ικανότητα να διατηρούν ισορροπία κεφάλής, για λίγα δευτερόλεπτα, στην καθιστή θέση (Prechtl, 1997). Παρά το γεγονός ότι ο οπτικοκινητικός συντονισμός ξεκινά από τον πρώτο μήνα ζωής (Bloch και Carchon, 1992), η διαρκής σταθεροποίηση εστίασης και παρακολούθησης είναι ακόμη αρκετά περιορισμένες. Αυτή η ικανότητα πρωτοεμφανίζεται κατά τον πρώτο μήνα και εξελίσεται γρήγορα κατά διάρκεια των επόμενων μηνών. Επίσης, κατά τον πρώτο μήνα εμφανίζεται και η συνεισφορά των κινήσεων της κεφαλής στην εστίαση και παρακολούθηση (Bertenthal και Von Hofsten, 1998). Η στοματοπροσωπική μυϊκή δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των κινήσεων της γλώσσας οργανωνεται ενός των γενικών κινήσεων. Το υγιές νεογέννητο μπορεί να συντονίσει λειτουργίες όπως το πιπίλισμα, η κατάποση και η αναπνοή, δραστηριότητες οι οποίες καθιστούν εφικτό το κανονικό κινητικό πρότυπο του πιπιλίσματος (Palmer et al., 1993). Η αξιολόγηση της νεογνικής κινητικής συμπεριφοράς μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα πρώιμο εργαλείο παιδιατρικής εξέτασης (Adde et al., 2007, Burger και Λουβ, 2009). Η κανονική φυσιολογία των γρνικών κινήσεων (GMs ) του νεογνού αποτελείται από μια σειρά ακαθόριστων κινήσεις μεταβλητής ταχύτητας και εύρους, όπου συμπεριλαμβάνονται όλα τα μέρη του σώματος (Hadders-Algra, 2004). Για παράδειγμα, ένα νεογέννητο κρατά τυπικά τις γροθιές του κλειστές με τον αντίχειρα στο εσωτερικό της παλάμης (Εικ. 1). Ωστόσο, καθώς εξελίσεται η γενική κίνηση του βραχίονα, περιστασιακά εμπλέκεται και το χέρι, με αποτέλεσμα το άνοιγμα των χεριών και την κίνηση του αντίχειρα εκτός της γροθιάς (Εικ. 2). Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η γροθιά δεν συνιστά ένα σταθερό ορθοστατικό μοτίβο (Hadders-Algra, 2004, Orth, το 2005, Vojta, 2008). Κατά τη νεογνική περίοδο, οι γενικές κινήσεις χαραχτηρίζονται από κουλούριασμα, «κομψότητα», μάλλον με αργό ρυθμό σε εύρος συγκεκριμένου πλάτους και δεν αφορούν μόνο τα άκρα, αλλά και τα συστήματα κορμού και στοματοπροσωπικών μυών. Για παράδειγμα, σε παθολογικές καταστάσεις βρεφών που αργότερα εκδηλώνουν εγκεφαλική παράλυση (CP), διαφοροποιήται η στάση τους (Εικ. 1 C), και τα κινητικά πρότυπα εμφανίζουν διαφορετική ποιότητα, η οποία περιγράφεται ως «πυκνού-συγχρονισμού» αντί «κομψότητα». Αφορλα κυρίως τα εγγύς τμήματα και μυς, με διαφοροποίηση έντασης, ταχύτητας και εύρους (Prechtl et al, 1997, Adde et al, 2007). Οι μη φυσιολογικές γενικές κινήσεις δεν είναι αρκετά ευμετάβλητες και στερούνται πολυπλοκότητας και ευφράδειας (Hadders-Algra, 2004). Στατικά, το φυσιολογικό νεογνό μπορεί να προτιμά την περιστροφή κεφαλής προς τη μία πλευρά, γνωστή ως «πλευρά προτίμησης» (Orth, 2005 (Σχήμα 1 Α), Vojta, 2008). Ωστόσο, η περιστροφή κεφαλής δεν είναι σταθερή και, ακόμα και κατά τη διάρκεια αυτής, στο νεογνικό στάδιο, κάθε υγιές νεογέννητο θα πρέπει να είναι σε θέση να περιστρέψει το κεφάλι του γύρω από τη μέση γραμμή.
Αρχέγονα & στατικά αντανακλαστικά
Κατά τη διάρκεια της νεογνικής περιόδου μπορούν να εκλυθούν τα αρχέγονα αντανακλαστικά, τα οποία οργανώνονται σε επίπεδο εγκεφαλικού στελέχουςκαι νωτιαίου μυελού.Με επαρκή ιδιοδέκτρια και αισθητηριακή (μη αλγαισθητική) διέγερση, παρατηρούνται ορισμένα αντανακλαστικά, όπως το αντανακλαστικό χιαστής έκτασης, υπερηβικό αντανακλαστικό, αντανακλαστικό βάδισης και στήριξης και άλλα (Εικ. 3). Η αξιολόγηση της αυθόρμητης κινητικής συμπεριφοράς πολύπλοκων, αρχέγονων αντανακλαστικών και επτά ορθοστατικών δοκιμών, όπως περιγράφονται από τη μέθοδο Vojta δίναται να χρησιμοποιηθούν προς εξετάση της αναπτυξιακής ηλικίας του βρέφους και τη διάγνωση της ομαλής ή μη ανάπτυξης του βρέφους (Ζαφειρίου, το 2004, Orth, το 2005, Vojta, 2008).
Σχήμα 1
Νεογνό.
Α: Μια τυπική παραμονή σε ύπτια θέση με το κεφάλι να στρέφεται προς τη μία πλευρά (που ονομάζεται πλευρά προτίμησης), το χέρι σε κλειστή γροθιά με τον αντίχειρα στο εσωτερικό του, κρανιακή θέση στο στήθος, χωρίς ορθοστατική δραστηριότητα των κοιλιακών μυώνων.
Β: Μια τυπική πρηνή θέση: το κέντρο βάρους είναι στο στήθος , ο βραχίονας σε προσαγωγή, η γροθιά κλειστή με τον αντίχειρα στο εσωτερικό της, ανάσπαση ωμοπλάτης, πρόσθια κλίση πυέλου, το βρέφος δεν μπορεί να κρατήσει το κεφάλι σταθερά πάνω από το έδαφος, ως αποτέλεσμα της έλλειψης λειτουργιών ισορροπίας και στήριξης βραχίονων.
C: Βρέφος με εγκεφαλική παράλυση – μια παθολογική στάση με οπισθότονο τόσο η στάση όσο και η ποιότητα των κινήσεων διαφοροποιήται σε σύγκριση με εκείνη του φυσιολογικής ανάπτυξης βρέφους.
Σχήμα 2: Κατά τις γενικές κινήσεις, η κίνηση του αντίχειρα έξω από την παλάμη.

Ένας έμπειρος κλινικός μπορεί ακόμα και να προβλέψει τη σοβαρότητα της βλάβης και τον τύπος της ΕΠ που πιθανώς το βρέφος εμφανίσει. Κατά τη διάρκεια της νεογνικής περιόδου θα πρέπει να [ραγματοποιηθούν σύντομες, μη επεμβατικού χαραχτήρα αξιολογήσεις. Αυτό θα επιτρέψει την έναρξη μιας πρώιμης θεραπευτικής παρέμβασης, απαραίτητη πριν την εγκαθίδρυση οποιασδήποτε παθολογικής στερεοτυπίας και τη μετατραπή αυτής σε σταθερή μεταγενέστερη μορφολογική βλάβη. Τα αρχέγονα αντανακλαστικά οργανώνονται σε επίπεδο νωτιαίου μυελού και εγκεφαλικού στέλεχος δεν «εξαφανίζονται» μετά το πέρας του νεογνικού σταδίου. Τα κινητικά αυτά πρότυπα απλά αναστέλλονται από υψηλότερα επίπεδα ελέγχου καθώς ωριμάζει το ΚΝΣ και εντάσσονται σε πιο πολύπλοκα σχήματα ελέγχου σε επίπεδο υποφλοιού και φλοιού. Υπό παθολογικές συνθήκες, όπως βλάβη εγκεφάλου ή εγκεφαλικό επεισόδιο, αναστέλλονται τα αρχέγονα αντανακλαστικά ή τα στοιχεία τους και επανεμφανίζονται, μαι διεργασία η οποία μερικές φορές περιγράφεται από το νευρολόγο ως θετική ένδειξη πυραμιδικής διαταραχής
Ανάπτυξη μυοσκελετικού συστήματος
Η λειτουργική νεογνική ανωριμότητα πηγαίνει χέρι-χέρι με την ανατομική ανωριμότητα. Η κλίση της σπονδυλικής στήλης δεν έχει ακόμη καθοριστεί (Abitbol, 1987, Lord et al, 1995, Kasai et al, 1996), το στήθος είναι σχήματος βαρελιού (η προσθιοπίσθια διάμετρος είναι μεγαλύτερη από την κάθετη, σε αντίθεση με την ενηλικίωση), το κνημιαίο κύρτωμα είναι λοξό, η καμάρα του ποδιού δεν έχει ακόμα σχηματιστεί (Forriol Campos et al., 1990, Volpon, 1994), κλπ. Η ανατομική ωρίμανση συνεχίζεται μετά τη γέννηση και, εκτός από άλλους παράγοντες (π.χ. γενετικούς, ορμονικούς, μεταβολικούς και ανοσολογικούς), η μυϊκή λειτουργία είναι αλληλένδετη με τον έλεγχο του ΚΝΣ. Η πρόσφυση των μυών στις επιφυσιακές πλάκες επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το διαρθρωτικό σχηματισμό. Ως εκ τούτου, είναι οι μύες δρουν στις επιφυσιακές πλάκες ισορροπιστικά. Ο σωστός έλεγχος του ΚΝΣ εξασφαλίζει ανάλογη ενεργοποίηση μεταξύ προσαγωγών και απαγωγών, έξω και έσω στροφέων, καμπτήρων και εκτείνοντων, επιτρέποντας τον ιδανικό σχηματισμό του σκελετικού. Σε ένα παιδί με εγκεφαλική παράλυση παρατηρούνται ανώμαλη κινητική και αισθητιριακή λειτουργία, η εμφάνιση ανατομικών παραμορφώσεων που προκύπτουν από τον μη ομαλό έλεγχο του ΚΝΣ (Volpon, 1994, DeLuca, 1996, Koman et al., 2004, Davids, 2010). Σε κάποιο βαθμό, αυτή η διαδικασία μπορεί να ανασταλλεί με την έναρξη πρώιμης και στοχευμένης θεραπευτικής παρέμβασης.
Σχήμα3: Αρχέγονα αντανακλαστικά: A – αντανακλαστικό εναλασόμενης κάμψης – έκτασης, Β – υπερηβικό αντανακλαστικό, C – αντανακλαστικό βάδισης , D – αντανακλαστικό στήριξης

( Morrell et al., 2002, Hägglund et al., 2005, Picciolini et al., 2009).
Η αξιολόγηση της αυθόρμητης κινητικής συμπεριφοράς, των αρχέγονων αντανακλαστικών και των αντιδράσεων ανόρθοσης ή προσανατολισμού, ως σημεία λειτουργικής κλινικής αξιολόγησης μπορεί επίσης να χρησιμεύσουν ως σημαντικό κλινικό εργαλείο στην επαναξιολόγηση του βρέφους προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδραση των θεραπειών. Χρησιμεύουν επίσης ως ανατροφοδότηση τόσο για τον κλινικό όσο και για το γονιό, ενώ συνάμα επιτρέπουν τη σύγκριση διαφορετικών στρατηγικών και προγγίσεων θεραπείας (Vojta, 1972a, 1972b, Morrell et al., 2002). Οι προσεγγίσεις των Bobath και Vojta (Bobath, 1980, Bobath και Bobath, 1984, Vojta, το 2008, Vojta και Schweizer, 2009) συνιστούν τις δύο πιο κοινές θεραπευτικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται σε νεογέννητα και νήπια που εκδηλώνουν μη φυσιολογική ανάπτυξη.

Το βρέφος
Την ολοκλήρωση της νεογνικής περιόδου ανάπτυξης (οι
πρώτες 28 ημέρες μετά τη γέννηση) διαδέχεται η λειτουργική ανάπτυξη στάσης και κίνησης, μηχανισμοί αλληλένδετοι με ωρίμανση του ΚΝΣ σε υποφλοιώδες (δευτερογενές) επίπεδο, καθώς εγκαθιδρύεται ο κινητικός έλεγχος. Πριν την αποτύπωση της κινητικής έκφρασης του άνω άκρου , της κεφάλής ή του αυχένα, ο πυρήνας χρειάζεται να αναπτύξει αμφιτερόπλευρο αντιβαρυτικό έλεγχο (Hodges, 2004). Η σταθεροποίηση του αυχένα και του άνω τμήματος της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης προϋποθέτει ισορροπημένη συνέργεια ανάμεσα σε καμπτήρες αυχένα και εκτείνοντες σπονδυλικής στήλης (Kapandji, 1992). Μια ταυτόχρονη πρόσθια ανατροφοδότηση των καμπτήρων και εκτείνοντων του αυχένα συνιστά απαραίτητο μηχανισμό ο οποίος διασφαλίζει τη σταθερότητα των κινήσεων των άκρων, του οπτικινητικού συντονισμού και του αιθουσαίου συστήματος: συνθήκη διασφάλισης της σταθερότητας και προστασίας της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (Falla et al., 2004). Η σταθεροποίηση της κάτω θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, προϋποθέτει μια σύνθετη συνέργεια διαφράγματος, πυελικού εδάφους, κοιλιακού τοιχώματος και νωτιαίων εκτείνοντων. Η αρμονική ομόκεντρη σύσπαση του διαφράγματος και του πυελικού εδάφους ακολουθείται από έκκεντρη σύσπαση όλων των τμημάτων του κοιλιακού τοιχώματος. Αυτή η μυϊκή συνέργεια αυξάνει την ενδοκοιλιακή πίεση, σταθεροποιώντας τοιουτοτρόπως τα κατώρα τμήματα της σπονδυλικής στήλης από πρόσθια άποψη. Υπό ιδανικές συνθήκες, η δραστηριότητα αυτή βρίσκεται σε ισορροπία με τους νωτιαίους εκτείνοντες (Εικ. 4) (Cholewicki et al., 1999, Hodges και Gandevia, 2000, Essendrop et al., 2002, Hodges et al., 2005, 2007, Kolar et al., 2009)
Αυτή η σταθεροποιητική μυϊκή συνέργεια αναπτύσσεται κατά τους πρώτους 4, 5 μήνες ζωής. Μετά τη νεογνική περίοδο, το βρέφος αρχίζει να σηκώνει πόδια στην ύπτια θέση (εικ. 5Α) και το κεφάλι στην πρηνή (Εικ. 5 Β). Για την πραγμάτωση και εξέλιξη της ορθοστατικής δραστηριότητας , η ισορροπία μεταξύ όλων των σταθεροποιητών συνιστά βασική προϋπόθεση και εξαρτάται από τη βέλτιστη αξιοποίηση της στήριξης των περιφερικών τμημάτων. Ένα βρέφος τριών μηνών μπορεί να σηκώσει τα πόδια του, αρκουδίζοντας, άρα και μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους του στα ανώτερα τμήματα των γλουτιαίων μυών, ενώ διατηρεί όρθια τη σπονδυλική στήλη (Adde et al., 2007 Vojta, 2008). Το στήθος και η λεκάνη βρίσκονται σε ουδέτερη θέση, ο άξονας του θώρακα και της πυέλου σε παράλληλη ευθυγράμμιση, επιτρέποντας μια ισορροπημένη λειτουργική στάσης. Σε ένα νεογέννητο, το διάφραγμα εκπληρώνει αναπνευστική λειτουργία (Murphy και Woodrum, 1998), ενώ συνάμα λειτουργεί ως σημαντικός σταθεροποιητής (Kolar et al., 2009, Vojta και Schweizer, 2009) μετά το πέρας της νεογνικής περιόδου. Το μωρό χρησιμοποιεί τους έσω επικονδύλους των αγκώνων και την ηβική σύμφυση ως ζώνη στήριξης (Εικ. 5 Β). Η ίδια μυϊκή συνέργεια, σταθεροποιητικού χαραχτήρα, επανέρχεται κατά την ύπτια θέση (εικ. 5Α) και επιτρέπει στο μωρό να ανυψώσει τα πόδια με τη σπονδυλική στήλη τέλεια ευθυγράμμιση (Hermsen-van Wanrooy, 2006 Vojta και Schweizer, 2009). Δεδομένου ότι το ανώτερο τμήμα του θώρακα λειτουργικά ανήκουν στην αυχενική μοίρα, καθώς το βρέφος σηκώνει το κεφάλι, η έναρξη της κίνησης εντοπίζεται στα μυελοτόμια Θ-3 / 4/5 με αρχική εκκίνηση από τους εκτείνοντες του αυχένα: ημιακανθώδεις του αυχένα και του τριχωτού της κεφαλής, αυχενικό σπληνιοειδή και του τριχωτού της κεφαλής. Οι εκτείνοντες λειτουργούν σε ισορροπία με τους εν τω βάθει καμπτήρες του αυχένα (Kapandji, 1992). Είναι σημαντικό η δραστηριότητα όλων των σταθεροποιητών να είναι ανάλογη. Αν κάποιο στοιχείο (ένα μυς ή απλά ένα τμήμα ενός μυός) είναι αδύναμο, αντισταθμίζεται απο άλλη μυϊκη ομαδα οδηγεί σε μια ανισορροπία της γενικής σταθεροποίησης της κινητικής αλυσίδας (Lewis, 2010). Αν δεν αποκατασταθεί με πρώιμη θεραπευτική παρέμβαση, παραμένει για το υπόλοιπο της ζωής του ατόμου και συνιστά κύριο αιτιολογικό παράγοντα στην ανάπτυξη χρόνιου πόνου του κινητικού συστήματος (Kolar et al., 2010, 2011).
Το συναισθηματικό κίνητρο συνιστά επίσης ένα σημαντικό στοιχείο στη στατική ανάπτυξη. Το βρέφος αρχίζει να ανυψώνεςι το κεφάλι και τα πόδια ρυθμίζοντας και προσαρμόζοντας τη στάση του σώματος του προκειμένου να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του, ώστετ να κατανοήσει το περιβάλλον κατανοήσουν και, τελικά, να αρχίσει να κινείται.
Η σωστή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον επιδρά και επηρεάζει την περίπλοκη συμπεριφορά του βρέφους (Bell et al., 2008).
Σχήμα 4
Σχηματική απεικόνιση των μυών σταθεροποίηση της ωμικής, πυελικής ζώνης και σπονδυλικής στήλης. Σε μια φυσιολογική κατάσταση, σταθεροποιητές: κόκκινο του διαφράγματος, το πυελικό έδαφος, όλα τα τμήματα του κοιλιακού τοιχώματος και των νωτιαίων εκτεινόντων ενεργοποιούνται αυτόματα πριν μια σκόπιμη μετακίνηση (π.χ. κάμψη ισχίου που εκτελείται από τους μύες στο μπλε: λαγονοψοΐτη, ορθό μηριαίο, ραπτικός) για τη δημιουργία μιας σταθερής βάσης (“πρόσθια τροφοδότηση του μηχανισμού”) . Σε υγιή άτομα, η σταθεροποιητική λειτουργία του κορμού (με κόκκινο χρώμα) των μυών κατά τη διάρκεια της κάμψης ισχίου αποτρέπει την κακή ευθυγράμμιση των τμημάτων της οσφυϊκής μοίρας. Καλά ισορροπημένη δραστηριότητα ανάμεσα στους εν τω βάθει καμπτήρες του αυχένα και τους εκτείνοντες της σπονδυλικής στήλης είναι αναγκαία για τη σταθεροποίηση στην αυχενική και άνω θωρακική μοίρα. (Για την ερμηνεία των αναφορών σρο χρώμα σε αυτό το σχήμα, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην ηλεκτρονική έκδοση του άρθρου.)

3-μηνών μωρό, ύπτια και πρηνή: για τη βέλτιστη σταθεροποίηση κορμού στο οβελιαίο επίπεδο
Διαφοροποίηση κίνησης στα άκρα
Την ολοκλήρωση της βασικής σταθεροποίησης του κορμού στο οβελιαίο επίπεδο διαδέται η κινητική λειτουργία των άκρων (Hermsen-van Wanrooy, 2006 Vojta και Schweizer, 2009). Στους 4,5 μήνες, το βρέφος αρχίζει να φέρνει τα άκρα στη μέση γραμμή στην ύπτια θέση. Τα ερεθίσματα, για άλλη μια φορά, προκαλούνται από την περιστροφή του κορμού στην ηλικία των 5 μηνών, όταν το βρέφος μπορεί να ρολλάρει, ναμεταβεί στην πλάγια θέση (Εικ. 6) και να ρολλάρει ολικληρωμένα από την ύπτια στην πρηνή, σε ηλικία 6 μηνών. Το μοτίβο της ομόπλευρης κινητικής λειτουργίας των άκρων από την ύπτια θέση. Το σύστοιχο (κάτω στην πλάγια: Εικ. 6) άκρα χρησιμεύουν για στήριξη, ενεργοποιούνται σε κλειστή κινητική αλυσίδα, η κατεύθυνση του μυός έλκει το απομακρυσμένο προς το εγγύς τμήμα (π.χ. η κοτύλη στο ισχίο ή / και τη γληνοειδή κοιλότητα στο ύψος του ώμου) κινούνται προς τη σταθερή κεφαλή του μηριαίου και του βραχιονίου, αντίστοιχα. Αμφοτερόπλευρα ή το ένα πόδι μπροστά και (πιάνοντας / φτάνοντας) λειτουργία σύλληψης, εμφανίζεται στα ετερόπλευρα (κορυφή) άκρα.
Ενεργοποιούνται σε μια ανοικτή κινητικής αλυσίδας, όπου η ελκτική κατεύθυνση του μυός είναι εγγύς, το περιφερικό τμήμα του μέλους κινείται κατά το σταθερό εγγύς τμήμα, δηλαδή κίνηση της κεφαλής του βραχιόνιου και του μηριαίου προς τη σταθερή γληνοειδή κοιλότητα ή κοτύλη, αντίστοιχα. Σε πρηνή θέση, αναπτύσσεται το ετερόπλευρο πρότυπο της κινητικής λειτουργίας (Εικ. 7). Αν το αριστερό χέρι χρησιμεύει ως στήριγμα, το βρέφος ταυτόχρονα αρκουδίζοντας στο δεξί γόνατο, με το δεξί χέρι φέροντας και το αριστερό πόδι ένα βήμα μπροστά. Οι αρχές κινητικής αλυσίδας παραμένουν ίδιες όπως περιγράφονται στο ομόπλευρο μοτίβο. Η προώθηση του σώματος ένα βήμα μπροστά συγχρονίζεται με τις αντίστοιχες (υπο)στηρικτηκές λειτουργίες. Πρόκειται για τις ίδιες κινήσεις, αλλά σε αντίθετες κατευθύνσεις. Τα άκρα, τόσο σε λειτουργίες στήριξης όσο και προώθησης ένα βήμα μπροστά, εξαρτώνται πλήρως από τη σταθεροποίηση του κορμού (Hodges, 2004).
Ως εκ τούτου, κατά την ανάπτυξη, η σταθεροποίηση αρχικά αναπτύσσεται στη σπονδυλική στήλη, στο στήθος και τη λεκάνη και μετά ακολουθείται από σταδιακή λειτουργία των άκρων. Το ίδιο ισχύει και σε μια αυθόρμητη κινητική συμπεριφορά σε όλη τη ζωή του ατόμου.

Σχήμα 6
Βρέφος 6 μηνών, πλάγια θέση σύστοιχο μοτίβο λειτουργίας μετακίνησης άκρων με βάση τη βέλτιστη σταθεροποίηση κορμού: το κάτω άκρο χρησιμεύσει για την υποστήριξη, τα άνω άκρα προτάσσονται μπροστά / φθάνοντας
Σχήμα 7
Ετερόπλευρο ορθοστατικό κινητικό πρότυπο μετακίνησης: το δεξί πόδι, το αριστερό χέρι: υποστήριξη, το αριστερό πόδι, το δεξί του χέρι: ένα βήμα μπροστά (φτάνοντας)
Κεντράρισμα και σταθεροποίηση άρθρωσης
Η στήριξη του κορμού προηγείται οποιασδήποτε κίνησης (Hodges, 2004 McGill et al., 2009, Borghuis et al., 2008). Φυσιολογικά, η συνειδητή εστίαση συνιστά σταδιακό κομμάτι οποιασδήποτε κίνησης, ενώ η σταθεροποιητική λειτουργία είναι υποσυνείδητη και αυτόματη. Ως εκ τούτου, η σταθερότητα συχνά μειώνεται και η επανεκπαίδευση της δεν είναι εύκολη. Προτείνεται η (επαν)εκπαίδευση διορθωτικής σταθεροποίησης ως ένα πρωταρχικό βήμα σε οποιοδήποτε πρόγραμμα αποκατάστασης (Akuthota et al., 2008, Kobesova κ.ά.., 2012, Frank et al., 2013). Η χορήγηση ισορροπιστικών ή διατατικών ασκήσεων σε ασθενείς με έλλειψη σταθερότητας έχει περιορισμένη επίδραση ή ακόμα ενέχει τον κίνδυνο προώθησης παθολογικών προτύπων κίνησης και επιδείνωσης του πόνου (Akuthota et al., 2008, Kolar και Kobesova, 2010 Kolar et al., 2011).
Υποθέτοντας ότι η σταθερότητα του κορμού και βασική λειτουργική κινητικότητα των άκρων υπάγονται κυρίως στον έλεγχο του υποφλοιώδους επιπέδου του ΚΝΣ, αν ο έλεγχος στο ΚΝΣ είναι επαρκής, και οι μύες ενεργοποιούνται για την ισορροπιστική λειτουργία, κάθε στάση και αυθόρμητη κίνηση φέρει αυτόματα όλες τις αρθρώσεις σε λειτουργικά κεντραρισμένη θέση. Το λειτουργικό κεντράρισμασυγκεντρώνονται (ουδέτερο ή λειτουργικά βέλτιστο) της άρθρωσης δεν είναι μια στατική θέση, αλλά ένα δυναμική στρατηγική νευρομυϊκή η οπία διευκολύνει τη βέλτιστη δυνατή κοινή θέση ώστε να υπάρχει μηχανικό πλεονέκτημα σε όλο το εύρος κίνησης. Η περιοχή αρθρικής επαφής ανάμεσα στο κοίλο και το κυρτό της άρθρωσης επηρεάζεται από συνδεσμικά στοιχεία (Novotny et al., 2000), και θεωρείται η βέλτιστη δυνατή για πιο λειτουργικό κεντράρισμα, επιτρέποντας την βέλτιστη μεταφορά βάρους κατά μήκος της άρθρωσης και σε όλη την κινητική αλυσίδα. Αυτό συνεπάγεται μεγιστοποίηση φορτίου, ελαχιστοποίηση έντασης στον αρθρικό θύλακα και τους συνδέσμους, καθώς και προστασία όλων των αρθρικών δομών κατά τη φόρτωση.
ΘΑ πρέπει να σημειωθεί ότι η στατική και κινητική λειτουργία συμπεριλαμβάνει επίσης τους στοματοπροσωπικούς μύες και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των προσαγωγών ερεθισμάτων. Το ΚΝΣ επεξεργάζεται συνεχώς το σύνολο απτικών, ιδιοδεκτικών, οπτικών, αιθουσαίων και ακουστικών ερεθίσματων. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί από την οπτική ενσωμάτωση (Fisk και Goodale, 1985, Gribble et al., 2002, Henriques et al., 2003). Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, tο φυσιολογικό βρέφος εξερευνεί με περιέργεια γεμάτο επιθυμίες το περιβάλλον. Προκειμένου να παρατηρήσει το περιβάλλον, το βρέφος υιοθετεί την πιο κατάλληλη στάση του σώματος, ενεργοποιώντας λειτουργίες στήριξης και σταθεροποίησης του σώματος ενάντια στη βαρύτητα και κατόπιν κοιτάζει γύρω του. Έτσι, το μωρό σηκώνει τα πόδια στην ύπτια θέση ή ανασηκώνει το κεφάλι στην πρηνή καθοδηγούμενο από οπτικά ερεθίσματα κατά τη διάρκεια λειτουργικής προώθησης. Στην ηλικία των 5-6 μηνών, το βρέφος γυρίζει τα μάτια προς ένα αντικείμενο που το ενδιαφέρει, προτάσσει το βραχίονα για να το φθάσει και εν συνεχεία ρολλάρει. Αυτή η συνέργεια παραμένει για το υπόλοιπο της ζωής. Ένας παίκτης του τένις στρέφει το βλέμμα του προς την κατεύθυνση της μπάλας, καθώς προετοιμάζεται να χτύπησει ενώ η γλώσσα του κινήται προς την ίδια κατεύθυνση (Εικ. 8). Εδώ, η κίνηση των ματιών και της γλώσσας διευκολύνει το ορθοστατικό πρότυπο κινητικής, προωθώντας και βελτιώνοντας την αθλητική απόδοση.
Το σενάριο της ανταγωνιστικής δράσης του αντανακλαστικού σύλληψης έναντι μιας ενεργετικής σύλληψης χρησιμεύει ως ένα άλλο παράδειγμα. Αν παλάμη του νεογέννητου αγγίξει κάτι, το μωρό πιάνει αυτόματα (Orth, 2005 Vojta 2008). Αυτό είναι ένα αντανακλαστικό που διοργανώνονται σε επίπεδο νωτιαίου μυελού και εγκεφαλικού στελέχους. Δεδομένου ότι η στερεογνωσία στην παλάμη ενός νεογέννητου δεν έχει ακόμη ωριμάσει, το βρέφος δεν αισθάνεται στο χέρι το σημείο επαφής. Η αντίληψη είναι αυτόματη, ακούσια και δεν χρησιμεύει ως μιαενεργή λαβή. Αργότερα, μεταξύ του 3ου και 4ου μήνα της ζωής, η στερεογνωσία στην παλάμη αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα, το βρέφος αρχίζει να ψηλαφεί και να πιάνει ενεργά και σκόπιμα. Η αισθητηριακή αντίληψη αποτελεί προϋπόθεση για τη κινητική λειτουργία (Metcalfe et al., 2005). Οι αρχές αυτές μπορεί να είναι χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για την εκπλήρωση των σκοπών της θεραπευτικής αποκατάστασης ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη σταθερότητα και απόδοση κατά τη στάση και την κίνηση.
Διάφορες προσεγγίσεις αποκατάστασης μπορεί να φανούν χρήσιμες στην αξιολόγηση και την αποκατάσταση προάγοντας τη βέλτιστη μυϊκή συνέργεια και σταθεροποίηση του κορμού. Η έννοια της Δυναμικής Νευρομυϊκής Σταθεροποίησης (DNS) (Kolar και Kobesova 2010, Frank et al., 2013) μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού. Η εκτίμηση DNS βασίζεται στη σύγκριση του κινητικού πρότυπου σταθεροποίησης του ασθενούς με τα πρότυπα σταθεροποίηση που χαρακτηρίζουν την φυσιολογική ανάπτυξη. Ένα υγιές βρέφος χρησιμοποιεί αντανακλαστικά την ιδανική μυϊκή συνέργεια για τη σταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης, της λεκάνης και το στήθος τους σε διάφορες θέσεις. Η δομική βάση της DNS συνίσταται στις αναπτυξιακές θέσεις περιγράφοντας ένα σύνολο λειτουργικών δοκιμών για την αξιολόγηση της ποιότητας της σταθεροποίησης του ασθενούς και αναγνωρίζοντας έναν σημαντικό κρίκο στην δυσλειτουργία. Η θεραπευτική προσέγγιση βασίζεται στις θέσεις ανάπτυξης (βλέπε Εικ. 9). Ο στόχος είναι να επιτευχθεί ο βέλτιστος συντονισμός των μυών τοποθετώντας τον ασθενή σε διάφορες αναπτυξιακές θέσεις, ενώ οι υποστηρικτικές αρθρώσεις και τμήματα φέρονται σε λειτουργικά κεντραρισμένη θέση. Αρχικά, ο ασθενής καθοδηγείται, με χειρισμούς και προφορικές οδηγίες, να αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση μεταξύ λιγότερο και περισσότερο σταθεροποιητικών κινητικών προτύπων. Στη συνέχεια, ο ασθενής καθοδηγείται να διατηρήσει το βέλτιστο κινητικό πρότυπο σε διαφορετικές θέσεις και αργότερα και κατά τη διάρκεια μιας κίνησης. Δεδομένου ότι το στερεότυπο της σταθεροποίησης συνδέεται άρρηκτα με ένα αναπνευστικό πρότυπο (Kolar et al., 2009, 2010, 2011), η αξιολόγηση στην DNS περιλαμβάνει πάντα την αξιολόγηση ενός προτύπου αναπνοής. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει επίσης την ταυτόχρονη σταθεροποίηση και αναπνευστική λειτουργία. Ο απώτερος στόχος της DNS είναι να διδάξει τον ασθενή την ενσωμάτωση ενός βέλτιστου αναπνευστικού προτύπου και σταθεροποίησης στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής και αθλητική απόδοσης.
Σχήμα 8
Ένα οπτικό κεντράρισμα τενίστας, η γλώσσα και οι στοματοπροσωπικοί μύες εντός του στατικοκινητικού προτύπου.
Σχήμα 9
Παραδείγματα άσκησης σε αναπτυξιακές θέσεις. Μέσω λεκτικών παραγγελμάτων παρέχονται οδηγίες καθοδήγησης προτρέποντας τον ασθενή να επιτύχει ποιότική στατικοκινητική λειτουργία κατά τη μετακίνηση. Α: Μια πλάγια θέση καθίσματος αντιστοιχεί σε αναπτυξιακή θέση βρέφους ηλικίας 8 μηνών. Β: Το σύρσιμο αντιστοιχεί σε αναπτυξιακή θέση 10 μηνών. Γ: Η «γονιπετή» αντιστοιχεί σε αναπτυξιακή στάση σε 10-11 μηνών. D: Μια κατάληψη θέση αντιστοιχεί σε αναπτυξιακή θέση του σώματος στους 12 μήνες.

Λειτουργία του φλοιού
Το υψηλότερο επίπεδο ελέγχου του ΚΝΣ στην ολοκλήρωση της κίνησης είναι ο φλοιός. Ενσωματώνει γνωστικές λειτουργίες, όπως η πολυαισθητηριακή ολοκλήρωση, επιτρέποντας την εικόνα του σώματος, της θέση και προοπτικής σε πρώτο προσώπο (Ionta et al., 2011). Όσο καλύτερη είναι η αντίληψη του σώματος, τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα της επιμέρους κίνησης, τόσο καλύτερη είναι η ικανότητά εκτέλεσης μεμονωμένων κινητικών δεξιοτήτων και τόσο καλύτερη είναι η ικανότητα χαλάρωσης. Ακόμη και με τα μάτια κλειστά, θα πρέπει να είναι δυνατό να «αντιληφθούμε» το ίδιο το σώμα (Mon.-Williams et al., 1999). Ξέρουμε αν είμαστε σε όρθια ή καθιστή θέση, αν ο αγκώνας μας κάμπτεται ή εκτείνεται, αν φοράμε κοντά ή μακριά μανίκια, αν η στάση μας είναι στατική ή δυναμική, κ.λπ. Με τα μάτια κλειστά, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τις αναλογίες του σώματος μας. Για παράδειγμα, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε επακριβώς το μέγεθος του ποδιού, το πλάτος της λεκάνης (Εικ. 10), ή το μέγεθος του στόματος. Η αντίληψη του σώματος, κυρίως διαμέσου της ιδιοδεκτικότητας, επιτρέπει τη διαφοροποίηση του βάρους, της θέσης και της κίνησης ενός αντικειμένου. Μπορούμε να “διαβάσουμε” μια αρθρική θέση (Mon.-Williams et al., 1999) και εκτελέσουμε κατ’ επανάληψη την ίδια κίνηση. Οι αρχές αυτές είναι κρίσιμες τόσο σε αθλητικές επιδόσης όσο και στην αποτελεσματικότητα της αποκατάστασης. Όσο καλύτερη είναι η σωματογνωσία, τόσο πιο ακριβής και αποτελεσματική είναι η κίνηση. Κλινικά σημεία όπως αδεξιότητα και ανεπαρκής συντονισμός μπορεί να σχετίζονται με ανώμαλο ιδιοδεκτικό ελέγχου (Adib et al., 2005). Η οπτική αντίληψη είναι επίσης απαραίτητη για την πραγμάτωση εκούσια μετακίνηση (Mon.-Williams et al., 1999). Επιτρέπει την εκτίμηση της απόστασης και ταχύτητας, καθώς διευκολύνει κατάλληλη και συντονισμένη κινητική απάντηση στα ερεθίσματα που δέχεται το άτομο απότο περιβάλλον. Στο προηγούμενο παράδειγμα, ένας παίκτης του τένις βλέπει να τον πλησιάζει μια μπάλα. Η ανταπόκριση του στο ερέθισμα εξαρτάται από την ποιότητα του οπτικοκινητικού συντονισμού που διαθέτει, παράγοντας που επηρεάζειτόσο το πόσο γρήγορα θα εκτίμησει τη γωνία, την κατεύθυνση και την ταχύτητα της μπάλας ώστε να απαντήσει κατάλληλα. Συνεχίζοντας το παράδειγμα του τένις, η ποιότητα οπτικής αντίληψης του ατόμου αποτελεί βασικό στοιχείο επιτυχίας (Moreno et al., 2005, Ghasemi κ.ά.., 2011). Η οπτική αντίληψη και η ένταξη σε φλοιώδες επίπεδο μας δίνει τη δυνατότητα μίμησης των θέσεων σώματος, κινήσεων, χειρονομιών ή άλλων προσώπων και συνιστά μια κρίσιμη πτυχή στον αθλητισμό και την αποκατάσταση.
Η αιθουσαία αντίληψη διαδραματίζει κομβικό ρόλο όχι μόνο στην ισορροπίας θέσης (Aggelaki και Cullen, 2008), αλλά και την αντίληψη της κάθετης διάστασης. Η αντίληψη της κάθετη οπτικής διεύθυνσης μεταβάλλεται σε άτομα με ιδιοπαθή σκολίωση (Cakrt et al., 2011) (βλ. Παράρτημα Α) και μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στην εδραίωση της σκολίωσης. Εάν ένα άτομο με ιδιοπαθή σκολίωση αντιλαμβάνεται την κάθετη διεύθυνση διαφορετικά λόγω της σκολίωσης, ή εάν η σκολίωση είναι στην πραγματικότητα μια συνέπεια της διαφορετικής αντίληψης της κάθετης γραμμής, αποτελεί ένα θέμα ανοιχτό προς συζήτηση. Ακόμα και η αντίληψη του δέρματος που έχει το άτομο για τον εαυτό του επηρεάζει την κίνηση του(Edin και Johansson, 1995). Τα προσαγωγά (αισθητήρια) ερεθίσματα του δέρματος συνεισφέρουν τόσο στην αντίληψη της δυναμικής θέσης και όσο και της ταχύτητας (Cordo et al., 2001). Πολύ συχνά, η αντίληψη αυτή βελτιώνεται ή/και αποκαθίσταται μετά χειρισμό ή κινητοποίηση, διαδικασία η οποία με τη σειρά της μεγιστοποιεί τη διάρκεια επίδραση της θεραπευτικής τεχνικής που εφαρμόζεται.
Η προσαρμοσμένη πολυαισθητηριακή ολοκλήρωση του ΚΝΣ δίναται να οδηγήσει σε κακής ποιότητας κινητικό σχεδιασμό, χαμηλής ποιότητας κινητική επανεκπαίδευση (Polatajko και Cantin, 2005), ή δυσκολία στην εκτέλεση απλών δεξιοτήτων. Τέτοια άτομα αδυνατούν να προσαρμόσουν τη μυϊκή τους δύναμη στις πραγματικές αναγκαιότητες, ενεργοποιώντας συνήθως πάρα πολλές μυϊκές ομάδες για σταθεροποίηση, κάνοντας τις κινήσεις αναποτελεσματικότητα και καταναλώνοντας υπερβολική ενέργεια. Πραγματώνουν κακή αλληλοδιαδοχή κινήσεων (κινητική αλληλουχία) άβολες θέσεις, κινήσεις, εναλλαγή και προσαρμογή ταχύτητας. Ένα άτομο με διαφοροποίηση αισθητηριακής ολοκλήρωσης μπορεί χρησιμοποιήσει ελάχιστα επιλεκτικές κινήσεις εντοπισμένες σε μία μόνο άρθρωση, και συνήθως παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία στη χάλαση/χαλάρωση των μυών στάσης.
Η έρευνα δείχνει ότι η ανεπαρκής μονο- ή πολυ-αισθητηριακή ολοκλήρωση σε φλοιώδες επίπεδο μπορεί να οδηγήσει σε επώδυνα σύνδρομα του κινητικού συστήματος (Flor et al., 1997, Imamura et al., 2009). Τυπικές συνέπειες συνιστούν τραυματισμοί, εκφυλιστικές παθήσεις αρθρώσεων, ενθεσοπάθειες (βλ. παράρτημα 2), ορθοπεδικά προβλήματα οφειλώμενα σε χρόνια υπερφόρτωση και κακώσεις λόγω επαναλαμβανόμενης μη εργονομικής τάσης. Τέτοιες οι διαταραχές εκλαμβάνονται και αντιμετωπίζονται συνήθως ως κύρια διάγνωση και όχι ως συνέπεια της προσαρμογής και ενσωμάτωσης διαφοροποιημένης αισθητικοκινητικότητας και ελέγχου του ΚΝΣ, συνθήκη η οποία είναι πιο πιθανό να συνιστά την πραγματική αιτιολογία. Τοιουτοτρόπως, η θεραπεία επικεντρώνεται και στοχεύει μονομερώς στη “διάγνωση” και όχι στην αναστολή της πρωτογενής αιτιολογίας. Συνεπώς, η επιλεγείσα θεραπεία συνήθως καταλήγει να είναι ανεπιτυχής υπό μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Σε ασθενείς με φτωχή ενσωμάτωση προσαγωγών πληροφορίες (δηλαδή η ελλειπής σωματογνωσία συνιστά βασικό πρόβλημα), καλό είναι να ενσωματωθεί στο σώμα εκπαίδευση αντίληψης στο πλαίσιο του προγράμματος αποκατάστασης. Ο ασθενής μπορεί να μάθει να επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματος διερευνώντας και εμπλουτίζοντας την αισθητηριακή λειτουργία. Αρχικά, με τα μάτια κλειστά, μπορεί να δοθούν οδηγίες στον ασθενή ώστε να συνειδητοποιήσει την αρχική θέση ενός συγκεκριμένου τμήματος στο σώμα, ενώ στη συνέχεια του ζητήται να κινεί αργά αυτό το τμήμα, εστιάζοντας συγχρόνως στην μετακίνηση μόνο σε αυτό το τμήμα. Θα πρέπει να χαλαρώσει το υπόλοιπο του σώματος. Ο ασθενής καθοδηγείται να εκπαιδεύσει ISO lated κίνηση σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της κίνησης, συνειδητοποιώντας βαθειά την πορεία, την κατεύθυνση και το εύρος της. Οποιαδήποτε παθολογική συγκινησία (επιπρόσθετη κίνηση, που δεν ελέγχεται από το κεντρικό νευρικό σύστημα κάποιου τμήματος του σώματος κατά την εκτέλεση ορισμένων κινήσεων άλλης περιοχής του) ή οποιοδήποτε εναλλακτικό πρότυπο πρέπει να αποφεύγεται. Ο ασθενής θα πρέπει επίσης να διδαχθεί πώς να απομονώσει μια κίνηση σε ένα τμήμα μόνο και πώς να δραστηριοποιήσει εναλλαγές μυϊκών συσπάσεων για ενεργοποίηση και χαλάρωση. Ο ασθενής μαθαίνει πώς να «διαβάζει και να ακούει το σώμα του» χωρίς οπτικό έλεγχο (βλ. Σχήμα 11). Οι έννοιες που εισάγει ο Feldenkrais μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση εξειδικευμένου ελέγχου του φλοιού σε κινήσεις ακριβείας και εικόνας του σώματος (Feldenkrais, 1999).
ΣΧΗΜΑ 11
Ένα παράδειγμα σωματογνωσίας στην περιοχή της πυέλου: Ο ασθενής καθοδηγείται να φανταστεί ότι κάθεται σε ένα ρολόι και να κινήσει αργά την πύελο κατά τη φορά των δειτών του ρολογιού (το εύρος της κίνησης είναι μάλλον μικρό), ενώ εστιάζει στην ακριβή επιλεκτική πυελική κίνηση και τη διατήρηση της σωστής σταθερότητας κατά την εξέλιξη της κίνησης καθώς και αποφεύγει οποιαδήποτε παθολογική συγκινησία (π.χ. έκταση οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και κάμψη ενόσω περιστρέφεται η πύελος).
Αναπτυξιακή δυσπραξία ή αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού
Στην παιδική ηλικία, η ελλειπής μόνο- ή πολυ-αισθητηριακή ολοκλήρωση διαγιγνώσκεται συνήθως ως αναπτυξιακή δυσπραξία ή διαταραχή κινητικού συντονισμού (DCD) (Polatajko και Cantin, 2005, Gibbs et al., 2007, Kirby και Sugden, 2007). Το εργαλείο αξιολόγησης «Μπαταρία Κινητικής Αξιολόγησης για Παιδιά (MABC)» (Movement Assessment Battery for Children των Henderson et al., 2007) και η δοκιμασία των Bruininks Oseretsky «Κινητική Αριστεία (Motor Proficiency – BOTMP) (Wilson et al., 1995) μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη διάγνωση της αναπτυξιακής δυσπραξίας. Τα παιδιά με DCD που εμπλέκονται στον αθλητισμό παραπονιούνται συχνά για διάχυτα συμπτώματα όπως εξάντληση, πονοκέφαλος, ίλιγγος και ναυτία, ειδικά κατά τη διάρκεια αύξηση της αθλητικής δραστηριότητας (Gibbs et al., 2007, Henderson et al., 2007). Οι καταγγελίες αυτές συνήθως εκλαμβάνονται ως vertebrogenic ή ψυχοσωματικές. Τα συμπτώματα DCD δεν αναστέλλονται με συμβατικές θεραπείες. Τη διάγνωση θα πρέπει άμεσα να διαδεχθεί η έγκυρη και πρώιμη θεραπευτική παθέμβαση (Hung και Pang, 2010). Η επαφή με αθλητικές δραστηριότητες θα πρέπει να ενταχθεί στο στρατηγικό πλαίσιο της θεραπευτικής παρέμβασης, ενώ συνίστανται ιδιαίτερα τα ομαδικά αθλήματα. Η θεραπευτική διαδικασία θα πρέπει να ενταχθεί στην ρουτίνα ως μέρος των καθημερινών δραστηριοτήτων (ADL) (Schott et al., 2007, Poulsen et al., 2008).
Λειτουργία της παρεγκεφαλίδας
Η παρεγκεφαλίδα εμπλέκεται στο σύνολο και των τριών επίπεδων ολοκλήρωσης και ωρίμανσης συγχρόνως με άλλα τμήματα του εγκεφάλου. Αυτό παίζει σημαντικό ρόλο σε διαδικασίες ρύθμισης και διατήρησης μυϊκού τόνου, στάσης ισορροπίας. Βοηθά στη ρύθμιση της κινητικής ακρίβειας , συμπεριλαμβανομένων των υψηλής δεξιότητας κινήσεις, όπως το παίξιμο μουσικών οργάνων (Beaton και Marie ̈ n, 2010). Η παρεγκεφαλίδα συνιστά κόμβο κινητικού συντονισμού στο χώρο και το χρόνο και παίζει σημαντικό ρόλο στη γνωστική λειτουργία (Beaton και Marie ̈ n, 2010) και την ομιλία (De Smet et al., 2007). Αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της οντογένεσης. Σε ηλικία 3 μηνών, η λειτουργική δραστηριότητα σε επίπιπεδο παρεγκεφαλίδας αυξάνει σημαντικά (Chugani, 1998, Hadders-Algra, 2005) και η ωρίμανση της εξελίσσεται μαζί με το υπόλοιπο του εγκεφάλου μέχρι την ενηλικίωση.
Σύμφωνα με τους Hadders-Algra, το νευρικό σύστημα αποκτά τελική διαμόρφωση ενήλικα σε ηλικία περίπου 30 ετών. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ερευνών (Grossberg και Paine, 2000, Katanoda et al., 2001), θεωρούμε ότι η ετερόπλευρη/αμφιτερόπλευρη κινητική επιδεξιότητα οφείλεται ειδικάη στην ωρίμανση στοιχείων όπως ο φλοιός της παρεγκεφαλίδας, του μετωπιαίου και βρεγματικού φλοιού, συνθήκη που καθιστά ικανό ένα παιδί ηλικίας 6 ετών, να συντάξει και να γράψει. Σε αυτή την ηλικία, στις περισσότερες χώρες, συσχετίζεται με την έναρξη της σχολικής εκπαίδευσης, που είναι η ηλικία κατά την οποία ο βαθμός επιδεξιότητας του άνω άκρου επιτρέπει για τη γραφή. Επίσης, σε αυτή την ηλικία, το λεκτικό επίπεδοη και οι γνωστικές λειτουργίες έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Και οι τρεις πτυχές διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη σχολική εκπαίδευση, καθώς επίσης και στη σφαίρα της αποκατάστασης.
Συμπέρασμα
Παρουσιάζονται γενικές νευροφυσιολογικές αρχές, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατευθυντήριοι άξονες τόσο στη λειτουργική διάγνωση όσο και την ουσιαστική θεραπεία δυσλειτουργιών του κινητικού συστήματος, καθώς και σε πλήθος άλλων συναφών προβλημάτων που συναντούνται σε νευρολογικές ή / και ορθοπεδικές διαγνώσεις. Τα κινητικά στερεότυπα φαίνεται να οργανώνονται σε διάφορα επίπεδα του ΚΝΣ, γνώση δυνητικά χρήσιμη τόσο στην κλινική αξιολόγηση όσο και τη θεραπεία. Προτείνονται μια σειρά από δυναμικές δοκιμές στοχεύοντας τον προσδιορισμό σημαντικών δυσλειτουργικών χαρακτηριστικών που δινητικά θέτουν σε κίνδυνο τα στατικοκινητικά/ορθοστατικά πρότυπα του-κινητικού συστήματος. Συνιστούνται ορθοστατικ’ες/στατικοκινητικές ασκήσεις εστιασμένες στα ιδανικά οντογενετικά πρότυπα, προκειμένου να επιτευχθεί ο βέλτιστος δυνατός συνδυασμός στατικής λειτουργίας και τμηματικής κίνησης. Οι μέθοδοι που παρατίθενται, δεν τίθενται ως ένα σύνολο που περιλαμβάνει μια τεχνική θεραπείας, αλλά σκιαγραφούν, μάλλον, μια εκπαιδευτική προσέγγιση της οποίας βασικό δομικό πρίσμα έγκειται στη νευροφυσιολογικής φύσεως οπτική των ατόμων με χρόνιο μυοσκελετικό πόνο.
Ευχαριστίες
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε Ida Nørgaard, DC MSc για την πολύτιμη
βοήθεια στην προετοιμασία αυτού του χειρόγραφου. Η μελέτη αυτή υποστηρίχθηκε
από τη Σχολή Αποκατάστασης στην Πράγα, φορέας: Κίνηση χωρίς βοήθεια, Πράγα, Δημοκρατία της Τσεχίας, καθώς και την επιχορήγηση PRVOUK 38.

Βοβλιογραφία

References
Abitbol, M.M., 1987. Evolution of the lumbosacral angle. Am. J.
Phys. Anthropol. 72, 361
e
372.
Adde, L., Rygg, M., Lossius, K., Oberg, G.K., Støen, R., 2007.
General movement assessment: predicting cerebral palsy in
clinical practise. Early Hum. Dev. 83, 13
e
18.
Adib, N., Davies, K., Grahame, R., Woo, P., Murray, K.J., 2005.
Joint hypermobility syndrome in childhood. A not so benign
multisystem disorder? Rheumatol. (Oxford) 44, 744
e
750.
Akuthota, V., Ferreiro, A., Moore, T., Fredericson, M., 2008. Core
stability exercise principles. Curr. Sports Med. Rep. 7, 39
e
44.
http://dx.doi.org/10.1097/01.CSMR.0000308663.13278.69
.
Angelaki, D.E., Cullen, K.E., 2008. Vestibular system: the many
facets of a multimodal sense. Annu. Rev. Neurosci. 31,
125
e
150.
Beaton, A., Marie
̈n,
P., 2010. Language, cognition and the cere-
bellum: grappling with an enigma. Cortex 46, 811
e
820.
http:
//dx.doi.org/10.1016/j.cortex.2010.02.005
.
Bell, A.F.,Lucas, R.,White-Traut, R.C.,2008. Concept clarificationof
neonatal neurobehavioural organization. J. Adv. Nurs. 61,
570
e
581.
http://dx.doi.org/10.1111/j.1365-2648.2007.04561.x
.
Bertenthal, B., Von Hofsten, C., 1998. Eye, head and trunk control:
the foundation for manual development. Neurosci. Biobehav.
22, 515
e
520.
Bloch, H., Carchon, I., 1992. On the onset of eye
e
head co-
ordination in infants. Behav. Brain Res. 49, 85
e
90.
Bobath, K., 1980. A Neurophysiological Basis for the Treatment of
Cerebral Palsy. Mac Keith Press, Lavenham.
Bobath, K., Bobath, B., 1984. The neurodevelopmental treatment
concept. In: Scrutton, D. (Ed.), Management of the Motor Dis-
orders of Children With CP. Clinics in Developmental Medicine,
vol. 90, pp. 7
e
12.
Borghuis, J., Hof, A.L., Lemmink, K.A., 2008. The importance of
sensory-mortor control in providing core stability: implications
for measurement and training. Sports Med. 37, 893
e
916.
Burger, M., Louw, Q.A., Sep 2009. The predictive validity of general
movements
e
a systematic review. Eur. J. Paediatr. Neurol. 13,
408
e
420.

Cakrt, O., Slaby
́
, K., Viktorinova
́,
L., Kola
́

r, P., Je

ra
́bek,
J., 2011.
Subjective visual vertical in patients with idiopathic scoliosis. J.
Vestib. Res. 21, 161
e
165.
Cholewicki, J., Juluru, K., Radebold, A., Panjabi, M.M.,
McGill, S.M., 1999. Lumbar spine stability can be augmented
with an abdominal belt and/or increased intra-abdominal
pressure. Eur. Spine J. 8, 388
e
395.
Chugani, H.T., 1998. A critical period of brain development: studies
of cerebral glucose utilization with PET. Prev. Med. 27,
184
e
188.
Cordo, P.J., Horn, J.L., Ku
̈
nster, D., Cherry, A., Bratt, A.,
Gurfinkel, V., 2001. Contributions of skin and muscle afferent
input to movement sense in the human hand. J. Neurophysiol.
105, 1879
e
1888.
http://dx
.doi.org/10.1152/jn.00201.2010
.
Davids, J.R., 2010. The foot and ankle in cerebral palsy. Orthop.
Clin. North. Am. 41, 579
e
593.
De Smet, H.J., Baillieux, H., De Deyn, P.P., Marie
̈
n, P., Paquier, P.,
2007. The cerebellum and language: the story so far. Folia
Phoniatr. Logop. 59, 165
e
170.
DeLuca, P.A., 1996. The musculoskeletal management of children
with cerebral palsy. Pediatr. Clin. North. Am. 43, 1135
e
1150.
Edin, B.B., Johansson, N., 1995. Skin strain patterns provide kin-
aesthetic information to the human central nervous system. J.
Physiol. 487 (Pt1), 243
e
251.
Einspieler, C., Prechtl, H.F., 2005. Prechtl’s assessment of general
movements: a diagnostic tool for the functional assessment of
the young nervous system. Ment. Retard. Dev. Disabil. Res. Rev.
11, 61
e
67.
Essendrop, M., Andersen, T.B., Schibye, B., 2002. Increase in spinal
stability obtained at levels of intra-abdominal pressure and
back muscle activity realistic to work situations. Appl. Ergon.
33, 471
e
476.
Falla, D., Rainoldi, A., Merletti, R., Jull, G., 2004. Spatio-temporal
evaluation of neck muscle activation during postural perturba-
tions in healthy subjects. J. Electromyogr. Kinesiol. 14,
463
e
474.
Feldenkrais, M., 1999. Awareness through Movement. Harper, San
Francisco.
Fisk, J.D., Goodale, M.A., 1985. The organization of eye and limb
movements during unrestricted reaching to targets in contra-
lateral and ipsilateral visual space. Exp. Brain Res. 60, 159
e
178.
Flor, H., Braun, C., Elbert, T., Birbaumer, N., 1997. Extensive
reorganization of primary somatosensory cortex in chronic back
pain patients. Neurosci. Lett. 224, 5
e
8.
Forriol Campos, F., Maiques, J.P., Dankloff, C., Gomez Pellico, L.,
1990. Foot morphology development with age. Gegenbaurs
Morphol. Jahrb. 136, 669
e
676.
Frank, C., Kobesova, A., Kolar, P., 2013. Dynamic neuromuscular
stabilization & sports rehabilitation. Int. J. Sports Phys. Ther. 8,
62
e
73.
Ghasemi, A., Momeni, M., Jafarzadehpur, E., Rezaee, M.,
Taheri, H., 2011. Visual skills involved in decision making by
expert referees. Percept Mot. Skills 112, 161
e
171.
Gibbs, J., Appleton, J., Appleton, R., 2007. Dyspraxia or develop-
mental coordination disorder? Unravelling the enigma. Arch.
Dis. Child. 92, 534
e
539.
Gribble, P.L., Everling, S., Ford, K., Mattar, A., 2002. Hand-eye
coordination for rapid pointing movements. Arm movement
direction and distance are specified prior to saccade onset. Exp.
Brain Res. 145, 372
e
382.
Grossberg, S., Paine, R.W., 2000. A neural model of cortico-
cerebellar interactions during attentive imitation and predic-
tive learning of sequential handwriting movements. Neural
Netw. 13, 999
e
1046.
Hadders-Algra, M., 2004. General movements: a window for early
identification of children at high risk for developmental disor-
ders. J. Pediatr. 145 (Suppl. 2), S12
e
S18.
Hadders-Algra, M., 2005. Development of postural control during
the first 18 months of life. Neural Plast. 12, 99
e
108. discussion
263
e
72.
Ha
̈
gglund, G., Andersson, S., Du
̈
ppe, H., Lauge-Pedersen, H.,
Nordmark, E., Westbom, L., 2005. Prevention of severe con-
tractures might replace multilevel surgery in cerebral palsy:
results of a population-based health care programme and new
techniques to reduce spasticity. J. Pediatr. Orthop. B 14,
269
e
273.
Henderson, S.E., Sugden, D.A., Barmett, A.L., 2007. Movement
Assessment
Battery for Children
e
Second Edition (Movement
ABC-2): Examiner’s Manual. Harcourt Assessment, London.
Henriques, D.Y., Medendorp, W.P., Gielen, C.C., Crawford, J.D.,
2003. Geometric computations underlying eye-hand coordina-
tion: orientations of the two eyes and the head. Exp. Brain Res.
152, 70
e
78.
Hermsen-van Wanrooy, M., 2006. Baby Moves. Baby Moves Publi-
cations, New Zealand.
Hodges, P., 2004. Lumbopelvic stability: a functional model of
biomechanics and motor control. In: Richardson, C. (Ed.),
Therapeutic Exercise for Lumbopelvic Stabilization. Churchil
Livingstone, Edinburgh, pp. 13
e
28.
Hodges, P.W., Gandevia, S.C., 2000. Changes in intra-abdominal
pressure during postural and respiratory activation of the
human diaphragm. J. Appl. Phys. 89, 967
e
976
Hodges, P.W., Eriksson, A.E., Shirley, D., Gandevia, S.C., 2005.
Intra-abdominal pressure increases stiffness of the lumbar
spine. J. Biomech. 38, 1873
e
1880.
Hodges, P.W., Sapsford, R., Pengel, L.H., 2007. Postural and res-
piratory functions of the pelvic floor muscles. Neurourol. Uro-
dyn. 26, 362
e
371.
Hung, W.W., Pang, M.Y., 2010. Effects of group-based versus
individual-based exercise training on motor performance in
children with developmental coordination disorder: a random-
ized controlled study. J. Rehabil. Med. 42, 122
e
128.
Imamura, M., Cassius, D.A., Fregni, F., 2009. Fibromyalgia: from
treatment to rehabilitation. Eur. J. Pain 3, 117
e
122.
Ionta, S., Heydrich, L., Lenggenhager, B., Mouthon, M.,
Fornari, E., Chapuis, D., Gassert, R., Blanke, O., 2011. Multi-
sensory mechanisms in temporo-parietal cortex support self-
location and first-person perspective. Neuron 70, 363
e
374.
http://dx.doi.org/10.1016/j.neuron.2011.03.009
.
Kapandji, I.A., 1992. The Physiology of the Joints. Volume Three
The Trunk and the Vertebral Column, second ed. Churchill
Livingstone, Edinburgh.
Kasai, T., Ikata, T., Katoh, S., Miyake, R., Tsubo, M., 1996. Growth
of the cervical spine with special reference to its lordosis and
mobility. Spine 21, 2067
e
2073.
Katanoda,K.,Yoshikawa,K., Sugis
hita,M.,2001. A functional MRIstudy
on the neural substrates for writing. Hum. Brain Mapp. 13, 34
e
42.
Kirby, A., Sugden, D.A., 2007. Children with developmental coor-
dination disorders. J. R. Soc. Med. 100, 182
e
186.
Kobesova,A.,Kolar,P.,Mlckova,J.,Svehlik,M.,Morris,C.E.,Frank,C.,
Lepsikova, M., Kozak, J., 2012. Effect of functional stabilization
training on balance and motor patterns in a patient with Charcot-
Marie-Tooth disease. Neuroendocrinol. Lett. 33, 101
e
108.
Kolar, P., Neuwirth, J., Sanda, J., Suchanek, V., Svata, Z.,
Volejnik, J., Pivec, M., 2009. Analysis of diaphragm movement,
during tidal breathing and during its activation while breath
holding, using MRI synchronized with spirometry. Physiol. Res.
58, 383
e
392.
Kolar, P., Sulc, J., Kyncl, M., Sanda, J., Neuwirth, J.,
Bokarius, A.V., Kriz, J., Kobesova, A., 2010. Stabilizing function
of the diaphragm: dynamic MRI and synchronized spirometric
assessment. J. Appl. Phys. 109, 1064
e
1071.
Kolar, P., Sulc, J., Kyncl, M., Sanda, J., Cakrt, O., Andel, R.,
Kumagai, K., Kobesova, A., 2011. Postural function of the dia-
phragm in persons with and without chronic low back pain. J.
Orthop. Sports Phys. Ther. 42, 352
e
362.
Kola
́

r, P., Kobesova
́,
A., 2010. Postural
e
locomotion function in the
diagnosis treatment of movement disorders. Clin. Chiropractic
13, 58
e
68.
Koman, L.A., Smith, B.P., Shilt, J.S., 2004. Cerebral palsy. Lancet
363, 1619
e
1631.
Lewit, K., 2010. Chain reactions in the light of developmental
kinesiology. In: Lewit, K. (Ed.), Manipulative Therapy Muscu-
loscelatal Medicine. Elsevier, London, pp. 157
e
162.
Lord, M.J., Ogden, J.A., Ganey, T.M., 1995. Postnatal development
of the thoracic spine. Spine 20, 1692
e
1698.
McGill, S.M., McDermott, A., Fenwick, C.M., 2009. Comparison of
different strongman events: trunk muscle activation and lumbar
spine motion, load, and stiffness. J. Strength Cond. Res. 23,
1148
e
1161.
Metcalfe, J.S., McDowell, K., Chang, T.Y., Chen, L.C., Jeka, J.J.,
Clark, J.E., 2005. Development of somatosensory-motor inte-
gration: an event-related analysis of infant posture in the first
year of independent walking. Dev. Psychobiol. 46, 19
e
35.
Mon-Will
iams, M., Tresilian, J.R., Wann, J.P., 1999. Perceiving limb
position in normal and abnormal control: an equilibrium point
perspective. Hum. Mov Sci. 18, 397
e
419.
Moreno, F.J., Luis, V., Salgado, F., Garcı
́
a,J.A.,Reina,R.,
2005. Visual behavior and perception of trajectories of
moving objects with visual occlusion. Percept Mot. Skills
101, 13
e
20.
Morrell, D.S., Pearson, J.M., Sauser, D.D., 2002. Progressive bone
and joint abnormalities of the spine and lower extremities in
cerebral palsy. Radiographics 22, 257
e
268.
Murphy, T., Woodrum, D., 1998. Functional development of respi-
ratory muscles. In: Polin, R.A., Fox, W.W. (Eds.), 1998. Fetal
and Neonatal Physiology, vol. 1. WB Saunders Company, Phila-
delphia, pp. 1071
e
1084.
Novotny, J.E., Beynnon, B.D., Nichols, C.E., 2000. Modeling the
stability of the human glenohumeral joint during external
rotation. J. Biomech. 33, 345
e
354.
Orth, H., 2005. Das Kind in der Vojta-Therapie. Elsevier GmbH,
Urban & Fischer Verlag, Mu
̈
nchen.
Palmer, M.M., Crawley, K., Blanco, I.A., 1993. Neonatal oral-motor
assessment scale: a reliability study. J. Perinatol. 13, 28
e
35.
Picciolini, O., Albisetti, W., Cozzaglio, M., Spreafico, F., Mosca, F.,
Gasparroni, V., 2009. “Postural Management” to prevent hip
dislocation in children with cerebral palsy. Hip Int. 6 (Suppl.
19), S56
e
S62.
Polatajko, H.J., Cantin, N., 2005. Developmental coordination
disorder (dyspraxia): an overview of the state of the art. Semin.
Pediatr. Neurol. 12, 250
e
258.
Poulsen, A.A., Ziviani, J.M., Johnson, H., Cuskelly, M., 2008.
Loneliness and life satisfaction of boys with developmen- tal
coordination disorder: the impact of leisure participation and
perceived freedom in leisure. Hum. Mov Sci. 27, 325
e
343.
Prechtl, H.F., 1997. The Neurological Examination of the Full-term
Newborn Infant. In: Clinics in Developmental Medicine, second
ed., vol. 63. SIMP/Heinemann, London.
Prechtl, H.F., Einspieler, C., Cioni, G., Bos, A.F., Ferrari, F.,
Sontheimer, D., 1997. An early marker for neurological deficits
after perinatal brain lesions. Lancet 349, 1361
e
1363.
Schott, N., Alof, V., Hultsch, D., Meermann, D., 2007. Physical
fitness in children with developmental coordination disorder.
Res. Q. Exerc. Sport 78, 438
e
450.
Vojta, V., 1972a. Early diagnosis and therapy of cerebral motor
disorders in childhood. A. Postural reflexes in developmental
kinesiology. I. Normal developmental stages. Z. Orthop. Ihre.
Grenzgeb. 110, 450
e
457.
Vojta, V., 1972b. Early diagnosis and therapy of cerebral motor
disorders in childhood. A. Postural reflexes in developmental
kinesiology. 2. Pathologic reactions. Z. Orthop. Ihre. Grenzgeb.
110, 458
e
466.
Vojta, V., 2008. Die zerebralen Bewegungssto
̈
rungen im Sa
̈
u-
glingsalter: Fru
̈
hdiagnose und Fru
̈
htherapie (Broschiert).
Thieme, Stuttgart.
Vojta, V., Schweizer, E., 2009. Die Entdeckung der idealen Motorik.
Richard Pflaum Vlg GmbH.
Volpon, J.B., 1994. Footprint analysis during growth period. J.
Pediatr. Orthop. 14, 83
e
85.
Wilson, B.N., Polatajko, H.J., Kaplan, B.J., Faris, P., 1995. Use of
the Bruininks-Oseretsky test of motor proficiency in occupa-
tional therapy. Am. J. Occup. Ther. 49, 8
e
17.
Zafeiriou, D.I., 2004. Primitive reflexes and postural reactions in
the neurodevelopmental examination. Pediatr. Neurol. 31
.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Α.
1. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/3885413
Spine (Phila Pa 1976). 1985 Jan-Feb;10(1):1-14.
Idiopathic scoliosis and the central nervous system: a motor control problem. The Harrington lecture, 1983. Scoliosis Research Society.
Herman R, Mixon J, Fisher A, Maulucci R, Stuyck J.
Abstract

An etiologic concept linking an impaired axial motor control system to the structural deformity of idiopathic scoliosis (ISc) is proposed. Postural studies reveal that during quiet stance, adaptation is marked in conditions associated with visual control of sway, particularly of lateral sway; during imposed perturbations of the body, destabilized postural reactions are pronounced in tests requiring visual-vestibular coupling. Observations of visual and/or vestibular generated eye movements indicate ocular instability among a high proportion of the ISc. Previously, the authors argued that a direct relationship exists between visual and/or vestibular functioning and a disordered axial motor system. This was attributed to an aberrant brain stem mechanism. In this presentation, however, we propose that a higher level CNS disturbance may be responsible for reports of EEG abnormalities, visuo-spatial impairment, motor adaptation, and learning deficits. Among the wide range of visual-vestibular variables studied, those representing processing of vestibular signals within the CNS yield the highest degree of correlation with the magnitude of the curve. Moreover, differences in vestibular processing between two subsets of ISc, namely ISc with (70%) and without (30%) normal academic achievement are significant. Variables referable to both vestibular and visual processing correctly classify 87% of the ISc with normal academic achievement and 100% of the ISc with a history of academic problems. The association between learning deficits, altered processing of vestibular information, and ISc suggest a unique syndrome complex, and an important role of cortical structures in the etiology of this disorder. The presence of a visuo-spatial perceptual impairment may be the common feature of ISc. In an attempt to restore perceptual dysfunction (by rearrangement), the ISc adopts a new axial and vestibular motor control strategy based upon recalibration or reinterpretation of proprioceptive signals arising from the axial musculature.

PMID:
3885413
[PubMed – indexed for MEDLINE]

2. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/25262334
Gait Posture. 2015 Jan;41(1):93-9. doi: 10.1016/j.gaitpost.2014.09.001. Epub 2014 Sep 16.
Effect of a spinal brace on postural control in different sensory conditions in adolescent idiopathic scoliosis: a preliminary analysis.
Gur G1, Dilek B2, Ayhan C3, Simsek E4, Aras O5, Aksoy S6, Yakut Y3.
Author information
Abstract
BACKGROUND:

Despite the positive effects of spinal braces on postural stability, they may constrain movement, resulting in poor balance control in patients with adolescent idiopathic scoliosis (AIS). Therefore, assessment of postural dynamics may aid in designing new less-constraining braces.
OBJECTIVES:

The effects of a spinal brace on postural stability and Cobb angle were investigated in this study.
METHODS:

Thirteen pediatric patients (10 females, three males) with AIS were recruited to participate in the study. Cobb angle was assessed by X-ray analyses, and postural stability was tested by computerized dynamic posturography in braced and unbraced conditions. A polyethylene underarm corrective spinal brace was fabricated for the subjects.
RESULTS:

Thoracic and lumbar curvature decreased to 18.88 ± 11.73° and 17.70 ± 10.58°, respectively, after bracing (p < 0.05). Lower equilibrium scores were observed in the "eyes closed" condition and higher scores in the "eyes closed with a swaying support" condition; higher composite equilibrium scores were also observed for the sensory organization test (p < 0.05) in the braced condition. Lower scores were observed for the "toes-up adaptation test" in the braced condition (p < 0.05). In the braced condition, the reaction time was slower in the right-backward direction and movement velocity was higher in the right-front direction on the limits of stability test (p < 0.05). Furthermore, lower on-axis velocity during forward/backward dynamic balance control was observed in the braced condition (p < 0.05).
CONCLUSIONS:

Wearing a spinal brace improved postural stability in terms of increased proprioception, equilibrium performance, and rhythmic movement ability in patients with AIS.

Copyright © 2014 Elsevier B.V. All rights reserved.
KEYWORDS:

Adolescent idiopathic scoliosis; Brace; Cobb angle; Postural stability; Proprioception

2. http://www.elire.gr/info_det.php?di=25
Ενθεσοπάθειες

Η ενθεσοπάθεια χαρακτηρίζεται από φλεγμονή στην ένθεση, δηλ. στη θέση πρόσφυσης ενός τένοντα πάνω στο οστό. Η πιο συχνή ενθεσοπάθεια αφορά τον αγκώνα και είναι η έξω επικονδυλίτιδα ή “αγκώνας των τενιστών” (Εικόνα 39-Α) και ακολουθούν η ενθεσοπάθεια του αχίλλειου τένοντα στην πρόσφυσή του πάνω στη φτέρνα (Εικόνα 39-Β), η έσω επικονδυλίτιδα στον αγκώνα, η ενθεσοπάθεια του τένοντα του μέσου γλουτιαίου μυός κατά την πρόσφυσή του στο μείζονα τροχαντήρα του μηριαίου οστού, η ενθεσοπάθεια του χηνείου ποδός στην έσω επιφάνεια του γόνατος και η ενθεσοπάθεια της πελματιαίας απονεύρωσης κατά την πρόσφυσή της στην κάτω επιφάνεια της φτέρνας.

Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις της ενθεσοπάθειας είναι ο πόνος και η τοπική ευαισθησία, όταν ασκείται πίεση στη θέση πρόσφυσης του τένοντα πάνω στο οστό.