(πριν πολλά χρόνια φυτρωναν εδώ κι εκεί σποραδικά τα παρακάτω λόγια, κάποιοι ριζίτικο το ‘λέγαν κι οι πιο συμμαζεμένοι σ’ αυτό βλέπαν μαντινάδας κομπολόγια, η διαλέκτος καμία σύνδεση δεν επιθυμεί με πατρωτικούς και εθνικιστικούς συμβολισμούς)
Είντα να κάμω τσι καρδιάς
να τηνε γιάνω
λεύθερο να σ’ αγαπώ
να μην την ε πικράνω
και μια τσι μιας οντε σε θωρώ
χαρά να σου φέρνω
την πληγή μες τα σωθικά
σιγά σιγά να γένω
γατες το πώς πεθυμιά μου μοναχή
είν’ την ευτυχία στο πρόσωπο σου
να δω ζωγραφιστή
και σα θυμούμαι
τη γνωριμιά μας
σαν το παλίο καλό κρασί το φυλάω
τση γιαγιάς μας
μαθες γατέω το πώς λόγο στο λόγο επαραφέρθηκα
σαν άμυαλο τραγί
ηλίθια
σου φέρθηκα
μα μπλιο ούτε οίκτο ούτε συγχώρεση ζητώ
μόνο όπλο έχω τον καιρό
να δώσει να σε ξαναδώ
μα ‘ναι και εκείνη η παντέρμη λογική
π’ όλο μ’ απανοβάνει
στον μύλο του εγωισμού μου
όλο νεράκι βάνει
δεν είναι που ξανοίγω να βγω και από πάνω,
μα τα μάτια σου πληγωμένα όντε θωρώ ένα στο νου μου βάνω
το θεριό που παριστάνεις να μερέψω
τα’ άλογο που εκαβαλίκεψες να το κανακέψω
ήθελα μόνο να γατέω ήντα θέλεις να κάμω
για να ‘χω ήσυχη την ψυχή πως
σε κίνδυνο μπλιό δεν σε βάνω
μα είναι που τα μάτια μου στραβώνονται
γιαντα αποζητούνε τη μορφή σου
είναι που τα’ αυτιά μου μπλιο δεν γρικούνε
όντε δε λαλεί η φωνή σου
είναι και τα παντέρμα χέρια που δεν πιάνουνε
όντε δεν είναι για τη βολή σου
δεν είναι πως από προστάτη γι’ αφέντη έχω ανάγκη,
είναι μόνο πως οι παρεξηγήσεις μας πήρανε φαλλάγγι
κι από νόστιμο χορατό βάσανο καταντήσανε φρικτό
στιγμή: full metal jacket